Του Ρόδη Λοχαϊτη .
(Ανάρτηση στη σελίδα του στο fb)
Ιγκόρ…
Ήταν ο καλύτερός του φίλος. Τον είχα δει για πρώτη φορά στο σπίτι τους όταν είχε έρθει από την Αθήνα. Κοντός με περίσσια κιλά, φορούσε ένα στενό γιλέκο που μέσα του ασφυκτιούσε το σώμα του, παπιγιόν και μανικετόκουμπα. Μονίμως, έδινε την εντύπωση ότι σιγοσφυρίζει κάποιον απροσδιόριστο σκοπό. Αγαπούσε πολύ το καλό φαΐ και το κρασί. Παρατηρούσε τα πάντα, διακριτικός, όμως, με όλους, έλεγε πολύ λίγα.
-Δουλεύαμε μαζί στις αρχές της δεκαετίας του 60 στην ΕΛΦΙΝΚΟ, αντιπρόσωπο της Όπελ, στα γραφεία της, στην Πλατεία Κάνιγγος. Εκεί τον γνώρισα. Δεν έχει ούτε οικογένεια, ούτε γυναίκα, ούτε παιδιά. Αυτός είναι ο Ιγκόρ. Ένας μοναχικός άνθρωπος, χωρίς ιστορία. Ξέρω μόνο ότι οι γονείς του ήταν από τη Ρωσία. Τώρα, εμείς είμαστε η οικογένειά του.
Είχαν και οι δύο από ένα Όπελ. Ο θείος μου ένα Kadett και ο Ιγκόρ ένα Kapitän του 1953. Τρύπωνα στο μεγάλο σαλόνι του και έκανα πως οδηγούσα. Μου άρεσε πολύ που ο λεβιές των ταχυτήτων βρισκόταν στο τιμόνι. Έβαζα και κάτι άσπρες τεράστιες κασέτες στο υποτυπώδες κασετόφωνο του -τη μουσική τους δεν την είχα ξανακούσει φυσικά, αργότερα κατάλαβα τι άκουγα τότε – και ταξίδευα με αυτή την αντίκα της Οπελ στους παιδικούς δρόμους μου, τους φανταστικούς, όπου ο εξω χώρος έμενε ακίνητος αλλά τα μάτια της ψυχής μου τον έβλεπαν ν αλλάζει. Έκανα τα πιο όμορφα πρώτα μοναχικά ταξίδια μου μ εκείνο το παλιό όπελ του Ιγκόρ, οδηγός του εαυτού μου. Και εκείνος να με βλέπει, να χτυπά το τζάμι και να με ρωτάει για το που έχω φτάσει έως εκείνη τη στιγμή. Κατέβαζα το τζάμι, του έλεγα τον φανταστικό μου τόπο και με συμβούλευε πάντα “να μην τρέχω”! Τον χαιρετούσα και συνέχιζα το μακρύ ταξίδι μου.
Το μεγάλο άγχος του θείου ήταν πώς θα δεχτεί η υπόλοιπη οικογένεια τον Ιγκόρ. Ιδίως, οι άντρες. Όσο και να πεις οι Θηβαίοι δεν είναι και οι πιο εύκολοι άνθρωποι. Ούτε οι πιο φιλόξενοι. Το μαγαζί του Ζήκου ήταν ο ενδεδειγμένος χώρος για την τελετή μύησης του Ιγκόρ. Πλησίαζαν Χριστούγεννα, το κρύο στην πόλη είχε θεριέψει. Ο πατέρας μου με πήρε και πήγαμε στο μαγαζί με δόλωμα ένα σουβλάκι. Καθίσαμε ασυνήθιστα πολύ και άρχισα τις διαμαρτυρίες. Οι προσφορές πλήθαιναν: κι άλλο σουβλάκι, μία πορτοκαλάδα, λίγες πατάτες. Είχε περάσει η ώρα, όταν ο θείος μου και ο Ιγκόρ μπήκαν στο μαγαζί.
Πηγαίνετε πίσω. Σε λίγο θα κλείσω και θα έρθω και εγώ.
Το “πίσω” ήταν ένας μικρός χώρος όπου κάθονταν οι θαμώνες να φάνε. Όταν έφυγαν και οι τελευταίοι, ο Ζήκος καθάρισε τα τραπέζια και ρώτησε:
-Θα φάμε, έτσι;
– Φυσικά και θα φάμε, ήρθε η απάντηση του πατέρα και του άλλου θείου μου.
– Και θα πιούμε, συμπλήρωσε ο Ζήκος.
Ο Ιγκόρ όλη αυτή την ώρα δεν μιλούσε. Χαμογελούσε, χτυπούσε με ρυθμό τα δάχτυλά του στο τραπέζι, σιγοσφύριζε κάποιον από τους ακατανόητους σκοπούς του.
Άρχιζε η δοκιμασία.
-Εις υγείαν!
-Καλά Χριστούγεννα να έχουμε!
-Αμήν!
Οι φτιαχτές ευχές έδιναν και έπαιρναν. Τα βλέμματα των “εξεταστών” συζητούσαν ευχαριστημένα, αλλά εξέταζαν, ζυγίαζαν, παρατηρούσαν! Τα ποτήρια άδειαζαν. Και ο Ιγκόρ τους ακολουθούσε αγέρωχος στο παιχνίδι τους.
Το Jukebox του Ζήκου είχε τραγουδήσει όλο το λαϊκό ρεπερτόριο της δεκαετίας του 70. Ακούστηκαν Καζαντζίδης, Μητροπάνος, Γαβαλάς.
-Μου επιτρέπετε να σας παίξω και εγώ κάτι;
-Φυσικά, αλλά πώς;
Ο Ιγκόρ έβγαλε από την εσωτερική τσέπη του σακακιού του μία φυσαρμόνικα και άρχισε να παίζει έναν γλυκό, γρήγορο σκοπό.
Τον ακούγαμε να παίζει εκστασιασμένος το κομμάτι. Όταν τελείωσε, έκανε μία μικρή υπόκλιση ενώ τον χειροκροτούσαμε αποσβολωμένοι.
Ήταν αργά και ο πατέρας μου με πρόσχημα εμένα σήμανε το τέλος της πετυχημένης δοκιμασίας. Έξω το χιόνι είχε αρχίσει να σκεπάζει τον δρόμο.
Παλικάρι ο Ιγκόρ.
Εντάξει;
Παραπάνω από εντάξει.
Από που είναι;
Οι γονείς του ήταν από τη Ρωσία.
Σύντροφος δηλαδή!
Την τελευταία αυτή λέξη την πρόλαβε ο Ιγκόρ. Ήταν η πρώτη και η τελευταία φορά που τον είδα να σταματάει να σιγοσφυρίζει. Κάτι ψέλλισε, αλλά κανείς μας δεν κατάλαβε τι!
Αυτό ήταν! Ο Ιγκόρ είχε γίνει μέλος της οικογένειάς μας μέσα σε μία νύχτα. Τον θυμάμαι στα γλέντια και στις πίκρες της να κάθεται σε μία γωνιά και να σιγοσφυρίζει τους περίεργους εκείνους σκοπούς του. Όποτε ερχόταν μου κρατούσε δώρο. Τους μεγάλους Ρώσους τους γνώρισα από τον Ιγκόρ. Τολστόι, Ντοστογιέφσκι, Γκόρκι, Τσέχωφ.
-Την άλλη φορά που θα έρθω θα σου φέρω κι άλλο.
– Ιγκόρ, είσαι και εσύ Ρώσος;
– Για τους Ρώσους όχι! Για τους Έλληνες, ναι! Εσύ τί είσαι;
– Έλληνας, φυσικά!
-Ε, για εσένα είμαι Ρώσος.
Μία ηλιόλουστη ανοιξιάτικη μέρα πήγαμε σπίτι του. Ήταν μια μονονοκατοικία στη Νέα Φιλαδέλφεια. Έξω δέσποζε το Kapitän. Μας άνοιξε χαμογελαστός.
Τα παράθυρα ήταν ερμητικά κλειστά λες και είχαν μαλώσει με το φως. Άρχιζα να περιεργάζομαι το καταφύγιό του. Ένα μικρό πικ-απ έπαιζε τους γνώριμους σ εμένα σκοπούς από τις άσπρες μεγάλες κασέτες. Τα έπιπλα παλιά. Επικρατούσε εκνευριστική τάξη σε όλο το σπίτι. Βιβλία πολλά και παντού, ένα τραπέζι σκάκι με δύο καρέκλες στη μία και στην άλλη πλευρά του, μία γωνιά με τα ποτά. Στην τραπεζαρία δέσποζε ένα μεγάλο πιάνο που γυάλιζε σαν καινούργιο.
-Θα φάμε εδώ. Έχω μαγειρέψει.
– Έχουμε κανονίσει να βγούμε.
– Έχω μαγειρέψει.
Έβγαλε σχεδόν με ευλάβεια ιεροτελεστίας τα σερβίτσια και με επιδεξιότητα έστρωσε το μεγάλο τραπέζι. Δεν δέχθηκε καμία βοήθεια. Όταν ήταν όλα στη θέση τους μας κάλεσε να φάμε.
Μου έδωσε μία θέση απέναντι από την είσοδο της τραπεζαρίας. Ενώ έτρωγα , το βλέμμα μου έπεσε σ ένα μικρό σερβάν – που δεν είχα παρατηρήσει στην περιήγησή μου· πάνω του υπήρχε ένα μικρό αναμμένο καντήλι και πίσω από αυτό δύο φωτογραφίες, ενός στρατοντυμένου άντρα και μίας όμορφης γυναίκας. Έκανα να ρωτήσω αλλά η ματιά του με αποθάρρυνε.
-Ιγκόρ που έμαθες να μαγειρεύεις; Ήταν όλα υπέροχα!
-Η μητέρα μου, ήταν περίφημη μαγείρισσα.
Μετά το φαΐ, πλησίασα τις φωτογραφίες και τις χάζευα.
-Κάτσε, μου είπε. Αυτοί εδώ είναι οι γονείς μου. Η μητέρα και ο πατέρας μου. Εκείνος ήταν λοχαγός του τσαρικού στρατού και εκείνη μία νεαρή δασκάλα. Τον ερωτεύτηκε και πήγε μαζί του. Γρήγορα, όμως, ο πόλεμος τους χώρισε.
Το 1920 μετά την ήττα του “Λευκού στρατού” ο πατέρας μου μαζί με άλλους Ρώσους αξιωματικούς και στρατιώτες ήλθε στην Ελλάδα. Ετοιμαζόταν να γυρίσει πίσω να τη βρει. Αν, βέβαια, τον έπιαναν θα τον εκτελούσαν. Ένα βράδυ στον καταυλισμό που έμενε την είδε μπροστά του. Είχε αποδράσει από τους “κόκκινους” και ήρθε σ εκείνον. Αποφάσισαν να μείνουν στην Ελλάδα. Η μητέρα έγινε δασκάλα πιάνου – έπαιζε απίστευτα- και Γαλλικών. Ο πατέρας στην αρχή δούλευε όπου μπορούσε, μετά ασχολήθηκε με το εμπόριο. Τους εκτέλεσαν οι Γερμανοί όταν ήρθαν στην Αθήνα. Εγώ μεγάλωσα σε ορφανοτροφείο.
Άκουγα την προσωπική ιστορία του Ιγκόρ και έβλεπα στα μάτια του το παλίμψηστο της ζωής του και των ζωών τους. Τον έβλεπα να μετουσιώνεται μπροστά μου από ένα απόμακρο ανιστορικό ον σε άνθρωπο με ιστορία και συναισθήματα. Τα φώτα γύρω μας ένιωσα να είχαν σβήσει με μιας όλα και να σιγοφέγγει μόνο εκείνη η μικρή φλογίτσα του καντηλιού και να φωτίζει το πρόσωπο εκείνου και των γονιών του. Μια μυστική αλυσίδα εκείνο το φως που τον ξαναένωνε με τον Βλαντιμίρ και τη Ταμάρα του, τη μικρή εκείνη δασκάλα που διέσχισε τη γη και τις ιδεολογίες για να είναι κοντά του.
Υ.Γ.: στον Ιγκόρ, που την τελευταία φορά που τον είδα, του υποσχέθηκα ότι δεν θα τον ξεχάσω ποτέ.