Της Νικολέτας Βρέκα
Υπάρχουν πολλοί λόγοι για να επισκεφτεί κανείς την Κρήτη· οι όμορφες παραλίες της, τα γραφικά χωριουδάκια της, η πλούσια ιστορία της και τα αμέτρητα μυθολογικά ίχνη είναι κάποια μόνο από αυτά.
Η Σπιναλόγκα μπορεί να έχει χαραχθεί στο μυαλό και στη μνήμη όλων ως η φυλακή των λεπρών (νόσος του Χάνσεν), υπήρξε όμως για μεγάλο χρονικό διάστημα ενετικό οχυρό, από τον 16ο – 18ο αιώνα καθώς και οχυρωμένος οικισμός Οθωμανών με εμπορικό χαρακτήρα, μέχρι το τέλος του 19ου αιώνα, όπου οι πολιτικές συνθήκες της χώρας άλλαξαν ριζικά την μέχρι πρότινος κατάσταση. Η Κρητική Πολιτεία το 1903 κατέστησε την Σπιναλόγκα τόπο εξορίας των λεπρών με τη δημιουργία λεπροκομείου, καθώς η λέπρα εκείνη την περίοδο ήταν σε έξαρση και θεώρησαν πως πρέπει να απομονωθούν οι ασθενείς από τον υγιή πληθυσμό, αποφεύγοντας με αυτόν τον τρόπο την περαιτέρω εξάπλωση και προσπαθώντας να περιθάλψουν τους πάσχοντες, εφόσον δεν υπήρχε θεραπεία για τη νόσο.
Το μικρό αυτό νησί, που είναι γνωστό ως το νησί των λεπρών, αποτέλεσε – όπως προαναφέρθηκε – έναν τόπο εξορίας και μαρτυρίου για εκατοντάδες συνανθρώπων μας πριν από μερικές δεκαετίες. Πριν καν φτάσει κανείς στην προβλήτα που δένουν τα καράβια στη Σπιναλόγκα, μόλις την αντικρίσει από την Ελούντα ή την Πλάκα που βρίσκεται ακριβώς απέναντι, νιώθει ένα ανεξήγητο αρχικά σφίξιμο στο στομάχι και την καρδιά. Μόλις φτάσετε στον ιστορικό αρχαιολογικό χώρο, κατανοείτε αμέσως την αιτία. Είναι οι εικόνες που δημιουργούνται με τη θέα των ερειπωμένων οικιών των λεπρών, του νοσοκομείου, του χώρου απολύμανσης του ρουχισμού και από τις κρεμασμένες φωτογραφίες κατά τόπους.
Ένα μεγάλο για τον επισκέπτη που το διασχίζει νησί, ήταν ένα μικρό μέρος-φυλακή για αυτούς τους ανθρώπους. Τα σπίτια εγκαταλελειμμένα και άλλα μισογκρεμισμένα, άλλα με τον χρόνο να έχει δείξει τον ανελέητο χαρακτήρα του περισσότερο ή λιγότερο, προκαλούν μια θλίψη για τον πόνο του τότε αλλά και θαυμασμό συνάμα για τα όσα κατάφεραν να πετύχουν. Πάλεψαν και δημιούργησαν έναν οικισμό για τους ίδιους. Διεκδίκησαν δικαιώματα και μια αξιοπρεπή ζωή και με πολύ αγώνα και κόπο το κατάφεραν. Μέχρι τότε ζούσαν σε τραγικές συνθήκες, σαν τρώγλες. Η κατάσταση άλλαξε μετά την μεταφορά του Επαμεινώνδα Ρεμουνδάκη στο νησί, το 1936, ενός νεαρού φοιτητή Νομικής, ο οποίος, όντας ένας από τους λίγους μορφωμένους ασθενείς, αγωνίστηκε με θέρμη για την καλυτέρευση των συνθηκών ζωής αλλά και για την απόκτηση δικαιωμάτων. Μεταξύ άλλων, ίδρυσε την Αδελφότητα Ασθενών Σπιναλόγκας, δημιούργησε μαγαζιά και χώρους πολιτισμού που «έτρεχαν» οι ίδιοι οι λεπροί, έφερε το ρεύμα και την σημαντική καθαριότητα και απολύμανση. Από μια στιγμή και μετά, όπως αναφέρουν πρώην ασθενείς του λεπροκομείου, η Σπιναλόγκα έπαψε να αποτελεί το κολαστήριο που ήταν αρχικά.
Οι πρώτοι λεπροί έφτασαν στο λεπροκομείο της Σπιναλόγκας, που μετονομάσθηκε σε «Άγιος Παντελεήμων», στις 14 Δεκεμβρίου του 1904 – 251 λεπροί από όλη την Κρήτη. Στη συνέχεια, μεταφέρθηκαν εκεί λεπροί από όλη την Ελλάδα αλλά και τον κόσμο, μετατρέποντάς την σε διεθνές λεπροκομείο. Η τελευταία κάτοικος-ασθενής του νησιού άφησε πίσω το μαρτυρικό αυτό μέρος μια για πάντα την Τετάρτη, 19 Ιουνίου του 1957.
Εκκλησιές, κτίσματα και δρόμοι ξεροί που κυριαρχεί το άτονο και χωρίς ζωή γκρίζο και μπεζ, αποτελούσαν τη ζωή και καθημερινότητα τόσων ανθρώπων. Υπάρχουν πολλά ψηλά σημεία που μπορεί κανείς να ανέβει να «θαυμάσει τη θέα» και να αναρωτηθεί πώς ήταν άραγε να έχει κάποιος τόσο κοντά την Πλάκα, μόλις λίγα λεπτά μακριά, να διακρίνει τις ανθρώπινες φιγούρες απέναντί του και να μην μπορεί να πλησιάσει, αλλά να είναι εγκλωβισμένος εκεί για όσο…
Ποιο είναι όμως το παρόν του μαρτυρικού νησιού; Δυστυχώς, ο επισκέπτης δέχεται ένα είδος εκμετάλλευσης, αν μπορούμε να το πούμε έτσι, ενώ δεν αξιοποιείται στο μέγιστο βαθμό ο σημαντικός και υπέροχος κατά τα άλλα αρχαιολογικός χώρος. Ειδικότερα, για να μεταβεί κάποιος στην Σπιναλόγκα θα πληρώσει από την κοντινή Πλάκα 10 ευρώ το καράβι και 8 ευρώ την είσοδο στον αρχαιολογικό χώρο. Συνολικά, δηλαδή, 18 ευρώ! Στον αρχαιολογικό χώρο, δίδεται τεράστια, δυσανάλογη θα μπορούσαμε να πούμε σημασία στη χρήση του νησιού προ λεπροκομείου, δηλαδή από τους Οθωμανούς και παλαιότερα τους Ενετούς. Επιπλέον, τα περισσότερα κτίσματα είναι κλειστά για το κοινό και παρέχονται ελάχιστες πληροφορίες και μαρτυρίες για το τόσο σύγχρονο παρελθόν με τους λεπρούς που στέλνονταν εκεί, ενώ μιλάμε για ένα μοναδικό μέρος με απίστευτη σύγχρονη ιστορία και μετά ειδικά την προβολή της σειράς «Το νησί», που έκανε την ιστορία γνωστή σε πολλούς ακόμη ανθρώπους που δε τη γνώριζαν και σπεύδουν εκεί – αρκετοί επίσης από το ομώνυμο βιβλίο της Β. Χίσλοπ – για να δουν, να μάθουν, να καταλάβουν έστω και λίγο τι πέρασαν αυτοί οι άνθρωποι. Αξίζει να σημειωθεί πως κάθε χρόνο το επισκέπτονται χιλιάδες άνθρωποι και σύμφωνα με επίσημα στοιχεία αποτελεί τον δεύτερο σε επισκεψιμότητα αρχαιολογικό χώρο στην Κρήτη μετά την Κνωσό.
Πέραν των όποιον αρνητικών σημείων και της ελλιπούς ξενάγησης στο μέρος, παραμένει ένας αρχαιολογικός τόπος που αξίζει να επισκεφθεί κανείς και να περπατήσει στα δρομάκια και την μικρή αυτή «πόλη», που έκλεισε μέσα τις τόσες ιστορίες· τον καημό, την πίκρα, την απομόνωση μα και την θέληση και δίψα για ζωή και τον διαρκή αγώνα για ένα καλύτερο αύριο.