Επιμέλεια-ανθολόγηση: Βαρβάρα Περράκη
Ο Γιώργης Μανουσάκης υπήρξε μεγάλος Έλληνας συγγραφέας, ποιητής και πεζογράφος. Γεννήθηκε στα Χανιά το 1933 και άφησε την τελευταία του πνοή το 2008, μια μελαγχολική και γκρίζα μέρα του Φλεβάρη. Υπηρέτησε ως φιλόλογος επί 26 χρόνια στη Μέση Εκπαίδευση.
Η σύζυγός του, φιλόλογος, Αγγελική Καραθανάση, ασχολείται πια με την έκδοση και επιμέλεια του έργου του, διαψεύδοντας, όπως γράφει και η ίδια, την απαισιόδοξη εκτίμησή του ότι: «αν τώρα που βρίσκομαι στη ζωή, τα ποιήματά μου τα προσέχουνε τόσο λίγοι, φαντάζομαι τι θα γίνει όταν κλείσω τα μάτια».
Το Cretanleft, με αφορμή τις μέρες των Παθών, μέχρι την Ανάσταση θα δημοσιεύει ποιήματα του Γιώργη Μανουσάκη από το βιβλίο: «Τα ποιήματα 1967-2007, τόμος Β΄/Ανέκδοτα – Αθησαύριστα, εκδ. Γαβριηλίδη», που έχουν άμεση φιλοσοφική, υπαρξιακή και οντολογική αναφορά στη Μεγάλη Εβδομάδα.
Η ΠΟΡΝΗ
Σα να ‘χε μείνει η σάρκα της ανέγγιχτη
κι η σκέψη της αμόλευτη από κάθε ταπεινότητα
δειλή κι αθώα κι άπειρα ευγνώμονη
γονάτισε μπροστά στο ανάκλιντρο.
Έσπασε το λαιμό του αλάβαστρου
κι άλειψε με το μύρο τα δυο πόδια Του
με μαλακές κινήσεις μάνας που χαϊδεύει
τρυφερά το τέκνο της. Και γέμισε
το σπίτι από τη μυρωδιά του νάρδου.
Κι όλοι τριγύρω έβλεπαν έκπληκτοι
κι ακούστηκαν κάποιες φωνές αποδοκιμασίας
για τη σπατάλη του ακριβού αρώματος.
Εκείνη δεν έβλεπε μήτε άκουγε
ένιωθε μόνο τα χέρια της που έτρεμαν
την καρδιά της να χτυπά γοργά.
Ήθελε να μιλήσει,
μα η γλώσσα της είχε κολλήσει στον ουρανίσκο.
Άκουσε μόνο τη φωνή Του, σιγανή σαν ψίθυρο:
«Αφήστε την, για την ημέρα του ενταφιασμού μου
το φύλαξε το μύρο. Τους φτωχούς θα τους έχετε
πάντοτε, εμένα όχι».
Δεν εκατάλαβε
καλά τα λόγια του, όμως της φάνηκε
πως είδε πάνω από το κεφάλι του
μια μαύρη φτερούγα. Και τότε θάμπωσαν
τα μάτια της κι αρχίνησε να κλαίει.
Ντράπηκε. Και στην ταραχή της
έλυσε τα μακριά μαλλιά της κι άρχισε
να σκουπίζει τα δυο γυμνά πόδια και να τα φιλεί.
Κι όσο τα σκούπιζε, τόσο ένιωθε να γαληνεύει
κι ο πόνος της να γίνεται χαρά
βαθειά, πρωτόγνωρη που την ανέβαζε ψηλά
ανάλαφρη κι ευτυχισμένη. Κι εκεί μετέωρη
άκουσε πάλι τη φωνή Του.
«Αφέονται αι αμαρτίαι αυτής αι πολλαί
ότι ηγάπησε πολύ».
Γιώργης Μανουσάκης, [1998]
Σημείωση: Κρατήθηκε η ορθογραφία του πρωτοτύπου. Έγινε μεταγραφή στο μονοτονικό.