Τα φώτα είχαν χαμηλώσει. Ο Στέφανος [1] την είχε ειδοποιήσει ότι θα δούλευε ως αργά και τα κορίτσια κοιμόνταν εδώ και ώρα. Η Πηνελόπη διάβασε λίγο τη “Βυζαντινή Εποποιία” του Schlumberge [2]- τελείωνε τον δεύτερο τόμο – αλλά γρήγορα βαρέθηκε. Σηκώθηκε και με βαριά βήματα έφτασε ως το παράθυρο. Έμεινε για λίγο σιωπηλή να χαζεύει την πόλη των Λαγιδών. Ακούστηκε να χτυπάει η πόρτα πίσω της. Μία νεαρή, χωρίς να μιλήσει, ακούμπησε ένα φλυτζάνι στο γραφείο. Η Πηνελόπη δεν την κατάλαβε.

Ξαφνικά, γύρισε και, σχεδόν, τρέχοντας πήγε προς το γραφείο. Άρχισε να γράφει. Ο αχνός από το ζεστό τσάι ακολουθούσε μία ξέφρενη όσο και αναπόφευκτη πορεία προς το ταβάνι. Έσκισε με βία το χαρτί, το τσαλάκωσε και το πέταξε. Ξεκίνησε να γράφει άλλο, μετά κι’ άλλο, κι’ άλλο…. Έπιασε το κεφάλι με τα δύο της χέρια και τα κατέβασε ώσπου τα δάχτυλα άγγιξαν τα χείλη της. Έμεινε σιωπηλή λίγη ώρα. Παρατήρησε ότι το μελάνι είχε τελειώσει στο δοχείο. Άνοιξε το δεξί συρτάρι του γραφείου και πήρε ένα καινούργιο. Τώρα ήταν αποφασισμένη. Βούτηξε την πένα στο βαθύ υγρό μπλε των γραμμάτων. Ο αχνός είχε σταματήσει την πορεία του – το ρόφημα είχε κρυώσει – αλλά η μουσική που αναδυόταν από επαφή της πένας με το χαρτί γέμιζε όλο το δωμάτιο. Σχεδόν ψιθυριστά, αλλά γεμάτο λαχτάρα, μετουσίωνε τα γράμματα σε φωνές:
“…τώρα δεν ξέρω πια τι θα πει τιμή και λόγος και όρκος· ξέρω πως στον κόσμο κάπου ζεις εσύ, πως μ’ αγαπάς ακόμη, πως εσύ μπορείς να γίνεις δικός μου όποταν σε φωνάξω. Ιων μου, δεν σε φωνάζω· μα αν με θελήσεις ποτέ, ξέρεις πού είμαι· σε περιμένω πάντα και σ’ αγαπώ σαν Μήδεια, είσαι το μόνο δίλημμα που ζει μέσα μου με φρικτή ένταση· τ’ άλλα όλα πέθαναν, η αγάπη σου τα σκότωσε! Μη με φοβηθείς· αγαπώ άγρια, μα αγαπώ με φοβερή tendresse το χλωμό παιδί που με φίλησε στο στόμα εκεί στα πεύκα. Ιων μου, θα πεις πως είμαι τρελή, και το ξέρω, μα όπως εκείνο το βράδυ, που πρώτη φορά με ξανάβλεπες, ύστερα από την πρώτη απόπειρα, ήσουν “τρελός για μένα”, έτσι κι εγώ είμαι τρελή για σένα… Και μεθώ και δεν ξέρω πια να λογαριάσω τι θα πει “τιμή” και “λόγος”. Ξέρω μόνο πως σ’ αγαπώ, τ’ ακούς, Ιων; σ’ αγαπώ άγρια και θέλω την αγκαλιά σου και το στόμα σου που φιλεί φρικτά, σε θέλω όλον, όλον, δικό μου για πάντα, και πονώ αλύπητα και ανυπόφορα, και μ’ έρχεται να φύγω απόψε, πριν από το γράμμα μου, να μη σου μιλήσω πια, να μη σου γράψω “σ’ αγαπώ”, μόνο να έλθω εκεί, να ορμήσω στο σπίτι σου, να χυθώ στο λαιμό σου, και χωρίς λέξη, να πνίξω την αναπνοή σου, φιλώντας σε στο στόμα, ως που να κλείσεις τα μάτια σου και να πέσει το κεφάλι σου στον ώμο μου, χλωμό και αποκαμωμένο, μισοπεθαμένο από συγκίνηση και πόνο και χαρά που σκοτώνει. Το ξέρω πως είμαι τρελή· μα η αγάπη κάποιον τρελαίνει..”[3]
Ο ήχος της πένας που σήμανε την τελεία ακούστηκε δυνατά μέσα στο άδειο δωμάτιο. Δίπλωσε το χαρτί, πήρε ένα άσπρο φάκελο και το φυλάκισε μέσα του. Όπως φυλάκισε μέσα της και τα αισθήματά της για εκείνον.

Ήταν η πιο ζεστή μέρα του καλοκαιριού. Τα νέα από το Παρίσι είχαν διαδοθεί αστραπιαία την προηγούμενη νύχτα.[4] Οι προγραφές είχαν, ήδη, αρχίσει. Όχλος ανακατεμένος με στρατιώτες βρισκόταν στους δρόμους. Η μαύρη Ford έτρεχε με βία στους χωματόδρομους της Κηφισιάς. Ένα απαλό αεράκι που κέρδιζε το τροχοφόρο το προσέφερε απλόχερα στο ζευγάρι. Το αυτοκίνητο έστριψε και μπήκε σ’ ένα μικρό δρομάκι. Σταμάτησε μπροστά από μία συστάδα Πλατάνων. Η γυναίκα [5] κατέβηκε και πήγε προς τον οδηγό.
-Μη φύγεις!
-Πρέπει. Μην ανησυχείς, δεν θα πάθω τίποτα. Θα περάσω και από το θέατρο. Μπορεί το απόγευμα να πάμε μαζί.
– Το κατέστρεψαν! Δεν τους είδες! Όταν μας σταμάτησαν, φοβήθηκα ότι θα μας σκοτώσουν.
Της χαμογέλασε, φίλησε το χέρι της που τον έσφιγγε και ύστερα έφυγε. [6] Μετά από λίγη ώρα βρέθηκε στην Κηφισίας.
Ένας ψηλός, ξανθός κύριος καθόταν ακριβώς κάτω από τον ξύλινο στύλο των ηλεκτρικών συρμάτων στη συμβολή Κηφισίας και Παπαδιαμαντοπούλου. Περίμενε το τραμ. Λίγο πιο πέρα ένα απόσπασμα από στρατιώτες σταμάτησε τ’ αυτοκίνητο για έλεγχο.
“...Την προσοχή μου επέσυρεν ομάς στρατιωτών αγόντων εν συνοδεία έναν πολίτην καλού παρουσιαστικού και βαδίζοντα μετά πολλής αξιοπρεπείας. Δεξιόθεν και αριστερόθεν εβάδιζον δύο στρατιώται, δεκάς δ’ ετέρων ηκολούθει εκ του σύνεγγυς. Πάντες έφερον τυφέκια. Μόλις το απόσπασμα έφθασε εις τον στύλον μετέβαλε κατεύθυνσιν προς τα αριστερά και εσταμάτησε παρά το πεζοδρόμιον αφήσαν των αιχμάλωτον πολίτην επί του πεζοδρομίου, εις απόστασιν τεσσάρων περίπου βημάτων. Οι στρατιώται αφού εσταμάτησαν, επυροβόλησαν. Ερρίφθησαν περί τους δέκα πυροβολισμούς. Ουδέν πρόσταγμα ηκούσθη. Ο πυροβοληθείς πολίτης κατέπεσεν άπνους, χωρίς να βγάλει κραυγήν, χωρίς να είπη τι. Εν αυτοκίνητον επλησίασεν. Οι στρατιώται επέβησαν αυτού και ανεχώρησαν.” [7]
Μετά από κάποια λεπτά τίποτα στο σημείο δε θύμιζε αυτό που συνέβη. Μόνο κάτι μικρές κηλίδες από το ακριβό υγρό παρέμεναν εκεί για να φωνάζουν τη βία.
Η Πηνελόπη είδε τον πατέρα της που μπήκε στο σπίτι. Έγραφε από νωρίς στο ημερολόγιό της. Είχε μάθει τα νέα από τη Λυών. Δεν ήρθε να την καλησπερίσει, όπως έκανε πάντα. Αντάλλαξαν ένα βλέμμα. Διέκρινε στο δικό του ανησυχία αλλά και ικανοποίηση. Άρχισε να ανεβαίνει τις εσωτερικές μαρμάρινες σκάλες του αρχοντικού της Κηφισιάς. Στο τρίτο σκαλί, όμως, κοντοστάθηκε. Έμεινε για λίγο σιωπηρός. Έπειτα γύρισε, την κύτταξε κατευθείαν στα μάτια και της είπε:
-Ο Παύλος [8] μού είπε ότι σκοτώθηκε ο Δραγούμης! Ο Ίων…
Συνέχισε ν ανεβαίνει τις σκάλες, ενώ ο Πηνελόπη παρέμεινε ακίνητη στην πολυθρόνα της. Μετά από λίγα λεπτά άνοιξε το ημερολόγιο και διέταξε το χέρι της να γράψει:
“Νύχτα. – Δολοφόνησαν τον Δραγούμη.”[9]

Μετά από κάποιες ημέρες το άλλο θύμα των ημερών τηλεγραφούσε:
“Μανθάνω μετά της πλέον οδυνηράς συγκινήσεως το δυστύχημα το οποίον σας πλήττει, και σας παρακαλώ καθώς και την οικογένειάν σας να δεχθήτε την έκφρασιν της βαθείας μου συμπαθείας. Δεν δύναμαι να λησμονήσω τας υπερόχους υπηρεσίας τας οποίας ο υιός σας προσέφερεν από της νεότητός του προς την πατρίδα. Έτρεφον ανέκαθεν την ελπίδα ότι και εν τω μέλλοντι θα ηδύνατο να παράσχη και πλέον επιφανείς εισέτι. Ο φρικώδης θάνατός του με βυθίζει εις λύπην.” [10]
*Του ιστορικού Ρόδη Λοχαϊτη
Σημειώσεις
- Πρόκειται για τον Στέφανο Δέλτα. Το 1895 νυμφεύθηκε την Πηνελόπη Μπενάκη.
- Gustav Schlumberger: Γάλλος Ιστορικός της Βυζαντινής Ιστορίας, ιδιαίτερα αγαπητός της Πηνελόπης Δέλτα.
- Το ερωτικό αυτό γράμμα της Πηνελόπης Δέλτα προς τον Ίωνα Δραγούμη βρίσκεται στο Μουσείο Μπενάκη.
- Την 30η Ιουλίου 1920 στο Παρίσι έγινε η αποτυχημένη απόπειρα δολοφονίας κατά του Ελ. Βενιζέλου.
- Πρόκειται για τη μεγάλη ηθοποιό Μαρίκα Κοτοπούλη η οποία την εποχή αυτή διατηρούσε ερωτική σχέση με τον Ίωνα Δραγούμη.
- Ο Δραγούμης συνόδεψε την Κοτοπούλη στο σπίτι της στην Κηφισιά. Εκείνη τού επέμενε να μην επιστρέψει στην Αθήνα. Ο Δραγούμης δεν την άκουσε! Για περισσότερες πληροφορίες βλ. Μάκης Δελαπόρτας, Μαρίκα Κοτοπούλη, ενθ. Καθημερινής, σελ. 101-106.
- Κατάθεση του Ρώσου Συνταγματάρχη του τσαρικού στρατού Ιγκόρ Λεμπέντιεφ που περιμένοντας το τραμ έγινε αυτόπτης μάρτυρας της δολοφονίας· αναφέρεται στο Γ. Ρούσσος, Νεώτερη Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ, ΣΤ΄, σ. 138-139. Την επόμενη μέρα όλες οι Βενιζελικές εφημερίδες δημοσίευσαν την εκδοχή που ήθελε τον Δραγούμη να οπλοφορεί και ν’ ανταλλάσσει πυροβολισμούς με το στρατιωτικό απόσπασμα.
- Πρόκειται για τον Παύλο Γύπαρη, Μακεδονομάχο, έμπιστο άνθρωπο του Ελ. Βενιζέλου. Υπήρξαν υπόνοιες ότι με παρότρυνση του πατέρα της Πηνελόπης Δέλτα, Εμμανουήλ Μπενάκη, διέταξε την εκτέλεση του Δραγούμη. Η εκδοχή αυτή υποστηρίζεται από τον Γιάννη Κορδάτο. Για περισσότερες λεπτομέρειες βλ. Γιάννης Κορδάτος, Ιστορία της Νεώτερης Ελλάδας, τ. Β΄, σ. 241. Ο ίδιος ο Γύπαρης δεν αποδέχτηκε ποτέ αυτή την εκδοχή.
- Π. Σ. Δέλτα, Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος, σελ. 56.
- Τηλεγράφημα του Ελ. Βενιζέλου από το Παρίσι προς την οικογένεια του Ίωνα Δραγούμη, εφ. Νέα Ελλάς, Προς την οικογένειαν Δραγούμη, αρ. φ. 2254, σ. 1, 5-8-1920.