Βιβλιοκριτική του Μανόλη Χατζηπαναγιώτου για «Το χιόνι των Αγράφων», του Παναγιώτη Χατζημωυσιάδη
Από τα τέλη της δεύτερης χιλιετίας και στις αρχές της παρούσης, με αφορμή τη συμπλήρωση 50 χρόνων από τον ελληνικό εμφύλιο πόλεμο (1946-1949), το ενδιαφέρον για την περίοδο αυξήθηκε σημαντικά. Υπήρξαν αφιερώματα, συνέδρια και εκδόσεις. Οι εκδόσεις ήταν κυρίως δημοσίευση μαρτυριών και ιστορικές μελέτες. Πυροδοτήθηκε μάλιστα μια γόνιμη ένταση για τον τρόπο θεώρησης της ένοπλης σύρραξης, τις αιτίες, την περιοδολόγηση κ.τ.λ. Αντίθετα, τα αξιόλογα λογοτεχνικά έργα που εμπνεύστηκαν ή αναφέρονται στην εποχή δεν είναι ούτε πολλά, ούτε (στην πλειοψηφία τους) αξιόλογα.
Ένα τέτοιο ποιοτικό λογοτέχνημα αποτελεί το βιβλίο του Παναγιώτη Χατζημωυσιάδη «Το χιόνι των Αγράφων» από τις εκδόσεις Κίχλη, που εκδόθηκε πρόσφατα, τον Δεκέμβριο του 2021. Πρόκειται για ένα σπονδυλωτό μυθιστόρημα όπως ο ίδιος ο συγγραφέας το χαρακτηρίζει. Το συγκροτούν έξι εκτενή διηγήματα, έξι διαφορετικές ιστορίες. Ο κοινός θεματικός και ιστορικός τόπος των διηγημάτων είναι η αποκαλούμενη πορεία της Ταξιαρχίας Αόπλων Ρούμελης του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας.
Εδώ ας μας επιτραπεί μια παρένθεση για να δώσουμε τις αδρές γραμμές του ιστορικού συμβάντος. Στα τέλη του 1947 και στις αρχές του 1948, η εμφύλια σύρραξη βρίσκεται σε μία καμπή. Οι δυνάμεις του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας τον Δεκέμβριο του 1947 προσπαθούν με μια μεγάλης κλίμακας επιχείρηση να καταλάβουν την Κόνιτσα και να αποκτήσουν μια έδρα σε μια ακμάζουσα κωμόπολη. Παράλληλα, εξαγγέλουν τη συγκρότηση της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης, γνωστής και ως «κυβέρνηση του βουνού». Γίνεται δηλαδή προσπάθεια η ένοπλη και επαναστατημένη αριστερά να αποκτήσει χαρακτηριστικά κρατικής οντότητας που θα αντιπαρατεθεί στο Βασίλειο της Ελλάδος, που βρίσκεται υπό την κηδεμονία των Άγγλων και των Αμερικανών. Έτσι, διακηρύσσεται το δικαίωμα της Προσωρινής Κυβέρνησης να επιστρατεύει νέους και νέες για τις ανάγκες της, κατ’ αντιστοιχία με την επίσημη κυβέρνηση της Αθήνας.
Δίνεται λοιπόν η εντολή στο Αρχηγείο της Ρούμελης να στρατολογήσει, να εκπαιδεύσει και να μεταφέρει στην ανταρτοκρατούμενη Πίνδο όσο περισσότερους μαχητές μπορεί. Την επιχείρηση αναλαμβάνει το υψηλόβαθμο στέλεχος του ΔΣΕ Γιώργης Βοντίτσιος, γνωστός ως Γούσιας. Ο εν λόγω «στρατηγός» είναι αδαής περί των στρατιωτικών, αυταρχικός και διεφθαρμένος. Παρόλα αυτά συγκροτεί ένα πλήθος 1.300 περίπου ανθρώπων, από τους οποίους άλλοι προσέρχονται εθελοντικά για να γλιτώσουν από τις παρακρατικές συμμορίες που λυμαίνονται την ύπαιθρο, ενώ άλλοι απλώς επιστρατεύονται από τα ανταρτοκρατούμενα χωριά. Τελικά, η πορεία συγκροτείται και στις 18 Φεβρουαρίου ξεκινάει μια μεγάλη πεζή φάλαγγα από τα Άγραφα με σκοπό να φτάσει στην βόρεια Πίνδο και να ενσωματωθεί στα κύρια τμήματα του ΔΣΕ. Επιλέγεται μια πορεία πιο πεδινή μέσω των παρυφών της θεσσαλικής πεδιάδας και της λίμνης Κάρλας. Η επιλογή γίνεται για να αποφευχθούν οι ορεινές διαδρομές σε έναν εχθρικό χειμώνα. Τελικά το άοπλο αυτό στην πλειοψηφία του πλήθος, χωρίς να αποφύγει τις συνέπειες του χειμώνα, πέφτει στις ατελείωτες ενέδρες του Εθνικού Στρατού, ο οποίος με τα αεροπλάνα εντοπίζει τις θέσεις των αόπλων. Στα πεδινά περάσματα τους περιμένουν οι σφαίρες και στα ορεινά τα κρυοπαγήματα. Η «ηρωική πορεία» εξελίσσεται σε μια τραγωδία. Πολλοί σκοτώνονται σε άνισες μάχες, άλλοι λιποτακτούν, άλλοι συλλαμβάνονται και εκτελούνται, οι περισσότεροι πεθαίνουν από το ψύχος. Στο Αρχηγείο φτάνουν περίπου 350 άνθρωποι, οι περισσότεροι τραυματισμένοι και ανήμποροι.
Πάνω σε αυτό τον ιστορικό καμβά, ο Χατζημωυσιάδης στήνει αριστοτεχνικά ένα σπουδαίο έργο. Υπάρχουν έξι διαφορετικές ιστορίες που αναφέρονται (σύγχρονα ή ασύγχρονα) στην Ταξιαρχία Αόπλων. Οι ιστορίες έχουν να κάνουν με επίστρατους, εθελοντές ή μη, ένοπλους ή όχι. Είναι συγκλονιστικές ιστορίες απλών ανθρώπων στη σκιά της μεγάλης ιστορίας. Η αφήγηση δεν είναι βέβαια γραμμική, αλλά στην εξέλιξή της μας επιτρέπει να παρακολουθήσουμε την πορεία των ανθρώπων αυτών από την επιστράτευση και την εκπαίδευσή τους ως την άφιξη (όσων έφτασαν) στον προορισμό τους. Κάθε διήγημα έχει αφηγηματική αυτοτέλεια. Όταν όμως ο αναγνώστης διαβάσει και τις έξι ιστορίες, έχει μια συνεκτική αφήγηση που δικαιώνει τον χαρακτηρισμό της ως μυθιστόρημα.
Ο Χατζημωυσιάδης κατέχει καλά τη γλώσσα και τις αφηγηματικές τεχνικές. Το γραπτό του αποτελεί ατόφια και ποιοτική λογοτεχνία. Η μυθοπλασία του όμως υφαίνεται πάνω σε ένα πολύ στέρεο ιστορικό έδαφος. Φαίνεται ότι της συγγραφής προηγήθηκε μια εξαντλητική μελέτη των ιστορικών γεγονότων. Τα κεντρικά πρόσωπα, οι ημερομηνίες και τα συμβάντα είναι ακριβή. Ο συγγραφέας όμως είναι ακριβής και όταν περιγράφει χωριά, κορυφές και τοπόσημα, πράγμα που μας παραπέμπει σε μία επιτόπια έρευνα, μια έρευνα που δεν περιορίστηκε στην μελέτη ντοκουμέντων. Παράλληλα, επιδεικνύει μια καλή γνώση της ελληνικής υπαίθρου. Οι συνθήκες της κτηνοτροφίας και της αγροτικής παραγωγής, τα οικόσιτα και άγρια ζώα, τα φυτά και οι καιρικές συνθήκες αναδεικνύονται σε παράλληλους πρωταγωνιστές.
Ο συγγραφέας πλησιάζει το δράμα των ανθρώπων με συμπάθεια. Δεν έχει επικούς τόνους, δεν δικάζει. Παίρνει θέση χωρίς μεγαλοστομίες και ρητές διακηρύξεις. Φωτίζει τις αντιφάσεις, τους δισταγμούς και τα ποικίλα κίνητρα. Δείχνει ανάγλυφα τις τυπικές και άτυπες σχέσεις εξουσίας που υπάρχουν στο εσωτερικό του επαναστατικού στρατοπέδου. Κυρίως γράφει για τους ανθρώπους που βρέθηκαν ανάμεσα στη σκαιότητα της λευκής τρομοκρατίας και την σκληρή πραγματικότητα μιας επανάστασης που σβήνει και οδηγείται σε αυταρχικά μορφώματα. Για να το πούμε επιγραμματικά και κάπως σχηματοποιημένα οι άνθρωποι αυτοί βρίσκονται κάτω από μια τριπλή απειλή: Τον καταναγκασμό της φτώχειας και των αυταρχικών οικογενειακών δομών, την απροκάλυπτη βία των συμμοριών του Σούρλα και τη διεφθαρμένη εξουσία του Γούσια στο όνομα της επανάστασης.
Παρόλα αυτά, οι άνθρωποι αυτοί δεν είναι άβουλα έρμαια της μοίρας. Σχεδιάζουν, ονειρεύονται, ελπίζουν. Κουβαλάνε δηλαδή το «κιβώτιο» με πίστη και αυταπάρνηση. Το αν ήταν γεμάτο ή άδειο είναι μια μεγάλη συζήτηση που ξεφεύγει από τα πλαίσια μιας βιβλιοκριτικής.
Πληροφορίες
Ο Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης γεννήθηκε το 1970 στο Δυτικό Πέλλας και εργάζεται ως φιλόλογος. Πρόκειται για το όγδοο βιβλίο του. «Το χιόνι των Αγράφων» έχει 156 σελίδες και η φωτογραφία του εξωφύλλου είναι του Γιάννη Αυγέρη. Η έκδοση της Κίχλης είναι όπως πάντα φροντισμένη και καλά επιμελημένη από την Γιώτα Κριτσέλη.