«Παραλήρημα στη Μιχαλακοπούλου»
Της Κατερίνας Νανούρη
Καταμεσήμερο στο 622 διαδρομή για τη σχολή μες στη ζέστη καλοκαιρινή ασφυξία σα να μη φτάναν όλα αυτά ένας παππούς με βασιλικό στ΄αυτί να μοσχομυρίζει ο βασιλικός να πικραίνομαι εγώ να βαστάω τα χέρια μη τον ξεριζώσω κείνο το βασιλικό -τι μ΄έπιασε- πήγα στον κήπο του παππού και της γιαγιάς στα παραμύθια του μεσημεριού στην κληματαριά και τη δροσερή μουριά ξαναπερπάτησα τη ζωή μου στη Μιχαλακοπούλου έγινε ο δρόμος περιβόλι και θυμήθηκα τον δικό μου παππού τον κυρ Γιώργο, ορφάνεψα έλεγε η μάνα μου, ορφανέψαμε όλοι χωρίς τον παππού άγιος άνθρωπος ασκητικός με μια καλή κουβέντα για όλους κι ας τον παίδευε η γιαγιά κι ας τον μαράζωνε η αρρώστια αυτή -πατέρα μου θυμάμαι την μητέρα ξαπλωμένος εκείνος στην αγκαλιά της σα να γινε εκείνος το παιδί ανήμπορο πουλί να κλαίει η μάνα και να ελπίζει τα δάκρυα να τον ξυπνήσουν- να κλαίμε τον παππού σαν πατέρα σαν μάνα σαν φάρο που έσβησε και χάσαμε το φως μας- μέσα στο λεωφορείο παγιδεύτηκα απ΄τη μυρωδιά του βασιλικού, όχι έσφιγγα τα δόντια, μόνο ο παππούς μου είχε βασιλικό στ΄αυτί μόνος αυτός βασιλική καρδιά- κατέβηκα σε λάθος στάση κι έκλαψα μετά από χρόνια ορφάνεψε η καρδιά μου.