Της Κατερίνας Νανούρη
Ο συγγραφέας της προφυγιάς, ο λογοτέχνης που κουμπώνει νοσταλγικά στη σημερινή εποχή με τους ξεριζωμένους ανθρώπους, «μίλησε» για τη μνήμη, για την εξομολόγηση και για τον τόπο του, τη Θεσσαλονίκη. Ταυτίστηκε με την πόλη του και όταν απομακρύνθηκε από αυτήν, η σύνδεση έγινε ακόμα ισχυρότερη. Ίσως το σημείο των όσων βίωσε να τα κρατούσε ζωντανά.
Ο Γιώργος Ιωάννου γεννήθηκε στην Θεσσαλονίκη το 1927, σε μία περίοδο όπου η πόλη είχε δεχτεί το μεγάλο προσφυγικό κύμα από τη Μικρά Ασία, ενώ παράλληλα προσπαθούσε να ξεπεράσει τη μεγάλη πυρκαγιά του 1917 και τις καταστροφές της στην πόλη. Την περίοδο της Κατοχής είναι έφηβος, ενώ την περίοδο του Εμφυλίου φοιτά στη Φιλοσοφική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, όπου διετέλεσε και βοηθός καθηγητής στην έδρα Αρχαίας Ιστορίας. Μετατέθηκε σε διάφορα μέρη μέχρι το 1971, όταν και εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Αθήνα και πέθανε το 1985.
Ο πεζογράφος της μνήμης και συγγραφέας της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς ξεκινά τη σταδιοδρομία του από την ποίηση αλλά σύντομα αφιερώνεται στην πεζογραφία. Ασχολήθηκε με την πεζογραφία, το θέατρο, το δοκίμιο, το χρονογράφημα, τις μεταφράσεις αρχαιοελληνικών κειμένων και τη λαογραφία. Πήρε μέρος σε ραδιοφωνικές και τηλεοπτικές εκπομπές και δημοσίευσε κείμενά του στον περιοδικό και ημερήσιο Τύπο. Τιμήθηκε με το Α’ Κρατικό Βραβείο Διηγήματος (1979 για το έργο του Το δικό μας αίμα). Το ποιητικό του έργο, έντονα ερωτικό, τοποθετείται στην ομάδα του Κύκλου της Διαγωνίου, ενός από τα σημαντικότερα μεταπολεμικά λογοτεχνικά περιοδικά της Θεσσαλονίκης που ιδρύθηκε από τον Ντίνο Χριστιανόπουλο και στο οποίο ο Ιωάννου υπήρξε βασικός συνεργάτης.
Μέσα από τα έργα του αποτυπώνει την περίοδο της Κατοχής αλλά και την μεταπολεμική κοινωνία – της Θεσσαλονίκης κυρίως – από τη σκοπιά ενός ευαίσθητου παρατηρητή. Γραφή πρωτότυπη και «σωματική»1 αφηγείται με εσωστρέφεια τις αθέατες όψεις της καθημερινότητας, εστιάζοντας σε ένα πρόσωπο, ένα χώρο, ένα αντικείμενο, καθιστώντας τα όμως από προσωπικά σε συλλογικά∙ κι αυτό συνιστά την ιδιαιτερότητα του έργου του. Θεωρεί πως ο συγγραφέας πρέπει να αντλεί υλικό από τη ζωή του, τις προσωπικές του εμπειρίες, τους τόπους όπου έζησε∙ έλεγε χαρακτηριστικά:
«Μου αρέσει το συγκεκριμένο και όχι το γενικό μέσα στη λογοτεχνία και ιδίως στη δική μου λογοτεχνία. Όλοι οι γνήσιοι συγγραφείς έχουν τους χώρους των, δέχομαι όμως ότι εγώ είμαι ιδιαίτερα δεμένος με τους δικούς μου και ιδιαίτερα ρητός. Και στο θέμα του χώρου, όπως και σε πολλά άλλα είμαι, πράγματι πολύ συγκεκριμένος […]. Οι τόποι είναι για μένα δοχεία μνήμης, πιατέλες γεμάτες με ορεκτικά2».
Η Θεσσαλονίκη, λοιπόν, αποτελεί μια σταθερά έμπνευσης, την οποία ο συγγραφέας ανασυστήνει και μαζί με την πόλη την πραγματικότητα. Για τον Ιωάννου η Θεσσαλονίκη είναι μια πόλη στην οποία συνυπάρχουν το αντικειμενικό με το υποκειμενικό, το πραγματικό με το φανταστικό, μια πόλη του νου και της φαντασίας, μια πόλη μαγική και μια πόλη μνήμης.
Στις 16 Φεβρουαρίου του 1985 χάνουμε αυτόν τον σπουδαίο λογοτέχνη, τον συγγραφέα της προσφυγιάς με τα σύγχρονα και διαχρονικά έργα.
Σημειώσεις
- Χρήστος Βακαλόπουλος, «Από το χάος στο χαρτί» [για τον Γιώργο Ιωάννου], Εστία, Αθήνα 1995, σ.192-195.
- Ιωάννου Γιώργος, Ο λόγος είναι ανάγκη της ψυχής. Συνεντεύξεις (1974-1985), Κέδρος, Αθήνα 1996, σ.270.