Του Μανόλη Χατζηπαναγιώτου
Τα Χανιά είναι τόπος με πλούσια ιστορία και πληθυσμό με μεγάλη πολιτιστική ομοιογένεια. Το γεγονός αυτό κάνει να ξεχνιούνται μερικές φορές από τη βιβλιογραφία, λογοτεχνική και ιστορική, ομάδες πληθυσμών όπως οι Εβραίοι, οι πρόσφυγες του 1922, οι Ρομά κ.ά. Η πόλη τού σήμερα είναι ανοιχτή σε μετοικήσεις και πολιτιστικές επιρροές. Δεν ήταν πάντα έτσι. Αυτό έρχεται να μας θυμίσει η νουβέλα της Μαρίας Αντωνιάδου-Μαριόλη «Λασπωμένοι ονειρόκηποι, αλήθειες που θάφτηκαν».
Πρόκειται για ένα βιβλίο αμιγώς βιωματικό, καθώς όλα τα ιστορούμενα δεν είναι παρά η ιστορία της οικογένειας της συγγραφέως σε μια γραμμική στο χρόνο αφήγηση. Η Αντωνιάδου-Μαριόλη όμως επέλεξε να δώσει χαρακτήρα μυθοπλασίας, καθώς αφηγητής μας είναι ένας πιτσιρίκος που ανδρώνεται, η εκφορά του λόγου έχει λογοτεχνικές αρετές, ενώ οι χαρακτήρες παρουσιάζονται με αλλαγές σε ονόματα και φύλο.
Χρονικά τα διαδραματιζόμενα απλώνονται σχεδόν σε όλο τον «σύντομο 20ό αιώνα», από το 1922 ως το 1981. Πρόκειται για 60 χρόνια νεοελληνικού βίου πυκνά σε πολεμικές συρράξεις, ανατάσεις και καταστροφές, πολιτικές αλλαγές και δικτατορίες.
Ως προς τον χώρο, στο πρώτο μέρος του βιβλίου το σκηνικό είναι η συνοικία Σπλάντζια, η οδός Μίνωος και η ανατολική ντάπια του ενετικού τείχους. Εκεί ζει ένας πληθυσμός υπό το καθεστώς μιας διπλής δίωξης, ενός διπλού αποκλεισμού. Πρόκειται για μικρασιάτες πρόσφυγες. Η πόλη δύσκολα ανέχεται τους πρόσφυγες του 1922, τους θεωρεί ξένο σώμα. Η πολιτεία όχι απλώς δεν ανέχεται τους κομμουνιστές, αλλά τους θεωρεί εχθρούς, σε μεγάλο βαθμό το κράτος συγκροτείται πάνω σε αυτή την αντιπαλότητα.
Ο αποκλεισμός αυτός έχει υλικές συνέπειες και αυτό η Αντωνιάδου-Μαριόλη το αποτυπώνει με ακρίβεια. Το σκηνικό λες και είναι βγαλμένο από τα ελάχιστα δείγματα του ποιοτικού ελληνικού νεορεαλιστικού κινηματογράφου: παράγκες χτισμένες όπως-όπως, αρρώστιες και θανατικό, πόρνες, τρελοί, μέθυσοι. Η γειτνίαση με τους οίκους ανοχής αποκόπτει και τα τελευταία νήματα με την υπόλοιπη πόλη. Οι άνθρωποι αυτοί δυσκολεύονται να βρουν ακόμη και την πιο ευτελή εργασία. Ακόμη και χόρτα να μαζέψουν, πρέπει να βρουν έναν μεσολαβητή «καθαρό» από το μίασμα για να τα πουλήσουν στον μανάβη. Ακόμη και τα παιδιά είναι από την κούνια τους αποκλεισμένα, καθώς νιώθουν την απομόνωση στην τάξη και στην αυλή. Και όλα αυτά κατασκεπάζονται από τις απουσίες. Πατέρες, θείοι, αδέλφια απουσιάζουν στη Μακρόνησο και στα άλλα ξερονήσια, στις φυλακές, σε ατελείωτες και βασανιστικές θητείες.
Παρόλα αυτά οι «τουρκόσποροι» εξακολουθούν να παλεύουν και να ονειρεύονται. Ονειρεύονται μια ζωή μακριά από την ανέχεια και το άγρυπνο μάτι του ασφαλίτη. Έτσι στο δεύτερο μέρος μεταφερόμαστε στην πρωτεύουσα όπου η οικογένεια προσπαθεί να χτίσει κάτι που να λέγεται ζωή. Ο αιώνας όμως είναι σκληρός. Εκεί ακολουθεί όλη την κακοδαιμονία την πολιτική, την κοινωνική και την οικονομική. Η εξιστόρηση, πάντα ζωντανή και λογοτεχνική, παρακολουθεί τα ταπεινά βήματα των ανθρώπων δίπλα στη «μεγάλη ιστορία» της μεταπολεμικής Ελλάδας.
Η Μαρία Αντωνιάδου-Μαριόλη, αφού μας ξεναγήσει στα άγνωστα πια Χανιά, τόσο κοντά μας γεωγραφικά, τόσο απομακρυσμένα χρονικά, μας σεργιανά σε πολιτικά ορόσημα της χώρας. Τέλος επιστρέφει στον γενέθλιο τόπο σε έναν κύκλο που λογοτεχνικά κλείνει. Αυτό που η συγγραφέας αφήνει ανοιχτό είναι ο διαρκής αγώνας των ανθρώπων για αξιοπρεπή ζωή.
Το βιβλίο «Λασπωμένοι ονειρόκηποι, αλήθειες που θάφτηκαν» έχει πρόσφατα εκδοθεί (Αύγουστος 2021) από τις εκδόσεις Ραδάμανθυς και έχει 95 σελίδες, οι 15 από τις οποίες είναι παραρτήματα και φωτογραφίες. Η επιμέλεια της έκδοσης έγινε από τον Χρήστο Τσαντή. Η πρώτη του παρουσίαση στα Χανιά θα γίνει τη Δευτέρα 11 Οκτωβρίου, στις 7μ.μ. στην Αθιβολή (Κουμ Καπί).