Της Κατερίνας Νανούρη
Κολοράντο, 25 Οκτωβρίου 1923
Αγαπημένη μου Ρηνιώ,
Πάει ένας μήνας που έχω να σε δω κι είναι θαρρείς χρόνια βουλισμένα. Τι κάνεις καλή μου; Τι να σε πρωτορωτήσω και τι να πρωτοδιηγηθώ; Εύχομαι το γράμμα μου να βρίσκει εσένα και τους γονιούς σου υγιείς. Βρίσκομαι έξω απ’ το Κολοράντο και εδώ και μερικές μέρες ξεκίνησα να δουλεύω στα ορυχεία. Η δουλειά είναι δύσκολη κι η γλώσσα ψυχοφθόρα. Μα τι τα θες Ρηνιώ μου, αρκεί μια σου σκέψη για να νιώσω το καυτό πυρομάνι σαν λιβάδι με μαργαρίτες.
Είμαστε πολλοί οι Έλληνες εδώ κι ώρες-ώρες όταν πια η πλάτη ανοίγει στα δυο από την κούραση και το μέτωπο λαμποκοπάει από τον ίδρωτα, πιάνουμε χαμηλόφωνα ο καθένας κι από έναν αμανέ. Και νιώθουμε τότε πως απλώνουμε τις ρίζες μας σ’ αυτόν εδώ τον τόπο, που προσπαθούμε να τον κάνουμε φίλο. Είναι και στιγμές που δεν υπάρχει τίποτα για φαγητό και τρώμε σουπόνερο, κι άλλες που ο βήχας μας πνίγει από τη σκόνη.
Μου λείπεις μάτια μου, κι ελπίζω να μην μου κρατάς κάκιτα που δεν σ’ αποχαιρέτησα. Δεν θ’ άντεχα καρδιά μου. Και τώρα που νιώθω τα δάχτυλά σου ν’ αγγίζουν τούτο το παλιόχαρτο, ανεβαίνουν τα δάκρυα και πνίγεται η φωνή μου. Κάνε υπομονή καρδιά μου. Φρόντισε τους γονιούς σου και γράφε μου. Με τα πρώτα χρήματα θα σου στείλω το εισιτήριό σου. Θα τα καταφέρουμε Ρηνιώ μου, με την βοήθεια του Θεού και την αγάπη σου να γεμίζει την σκέψη μου.
Γλυκοφιλώ τα χέρια σου
Δικός σου πάντα
Κωστaντής.
Η Ρηνιώ διάβαζε και ξαναδιάβαζε την επιστολή και τα δάκρυα τύλιγαν το πρόσωπο και έλουζαν τα μαλλιά της. Ήταν σαν όνειρο τούτα τα λόγια, μια παρωδία που την άφηνε να ελπίζει. «Άδικη μοίρα, καταραμένη ξενιτιά». Ποτέ της δεν έλαβε άλλο γράμμα, ούτε εισιτήριο ποτέ παρέλαβε, ούτε μαντάτο έμαθε ποτέ ξανά απ’ τον Κωσταντή. Κι ας έγραφε μερόνυχτα, κι ας ζήταγε να μάθει από άλλους κάτι ενθαρρυντικό. Σιωπή, που ποτέ της δεν εκτίμησε σαν χρυσό.
Και πέρασαν 5 χρόνια και η Ρηνιώ άνθισε κι άλλο και θέλησε ο πατέρας της να την δει χαμογελαστή και να χαρεί κι αυτός τα χρόνια που του μείνανε με εγγόνια και ξεγνοιασιές. Κανονίστηκε λοιπόν από τους άντρες, λες κι είναι αντρική δουλειά η αγάπη, το γάμο και το σπίτι και τα περουσιακά όλα δίκαια και σωστά. Κι ορίστηκε να παντρευτούν η Ρηνιώ με τον Μανώλη στις 25 Οκτωβρίου, παραμονές του Αγ. Δημητρίου.
Κι ήρθε η μέρα εκείνη και ντύνανε τη Ρηνιώ νυφούλα, με άσπρες δαντέλες και ανθάκια στο κεφάλι. Κι έπιασαν οι γυναίκες ένα παλιό τραγούδι σμυρνέικο μ’ άρωμα απ’ των παλιών καιρών τη χάρη. Κι έπιασε η Ρηνιώ να κλαίει με αναφιλητά κι όλες οι γυναίκες είπαν πως είναι έθιμο της χαράς κι η λύπη.
Κι αφού σταμάτησε να κλαίει, σειρά είχε το βέλο. Ανεβαίνει η Ρηνιώ σε μια καρέκλα για να στρώσει το νυφικό κι όλες οι γυναίκες την καλοτύχιζαν και της εύχονταν βίον ανθόσπαρτο. Κι ανέβηκε κι η μάνα της στην καρέκλα να πιάσει τα ασημένια τους ποτήρια, να βάλει στις καλεσμένες ποτό τριαντάφυλλο να τις ευχαριστήσει. Ανοίγει την μεγάλη ντιβανοκασέλα και ευθύς βροχή γραμμάτων πέφταν σαν ρύζι στα κεφάλια των γυναικών. Κι έπεσε στης Ρηνιώς τα πόδια ένα τσαλακωμένο αποχαιρετιστήριο.
«Με ξέχασες Ρηνιώ μου. Δεν ζω πια. Σέρνομαι σαν φάντασμα σε έναν άγνωστο τόπο. Μακρυά από σένα, την πατρίδα μου».