Του Ρόδη Λοχαΐτη
Μετά το μεσημεριανό, έπαιρνε τις καρπουζένιες φλούδες και πήγαινε και στεκόταν έξω στη μεγάλη ακακία του σπιτιού. Κάτω, στις ρίζες της, είχε μόνιμα ακουμπισμένα δύο μικρούς τεντζερέδες· μέσα σ’ αυτούς έκοβε, σε μικρούς κύβους, τη φτωχή, πλέον, σάρκα των φρούτων.
Συνήθως, τα μεσημέρια καθόταν στη σκιά της άλλης ακακίας του σπιτιού. Όταν τον έβλεπε να πλησιάζει σηκωνόταν, αστραπιαία, κι’ άρχιζε να κουνάει την ουρά του. Τον πλησίαζε, του χάιδευε το κεφάλι και του μιλούσε:
-Έλα, ώρα για το φρούτο σου. Μην μου πεις ότι δεν το περίμενες! Ε, καλά, το ξέρεις ότι δεν σε ξεχνάω.
Έπιανε δύο-τρία κομμάτια και τον τάιζε με το χέρι του. Ποτέ δεν άφησε κάτω το τεντζερέ για να φάει το ζώο μόνο του. Και όση ώρα έτρωγε, εκείνος του μιλούσε. Και όταν τελείωνε το «φρούτο», τον ξανα χάιδευε στο κεφάλι και του λέγε:
-Αύριο πάλι!
Ο Ντόρος, ήταν ο αγαπημένος του.
-Ξέρει από δουλειά, όπως κι εγώ, έλεγε.
Παρατηρούσα, χρόνια, αυτόν τον σκληρό άνθρωπο να συμπεριφέρεται με τόση τρυφερότητα στον Ντόρο του, και δεν το πίστευα.
Όταν του έβαζε το σαμάρι κάθε απόγευμα, μονολογούσε:
-Για να δούμε, Ντόρο μου, βαστάς; Ή πάχυνα; Ή γέρασες; Και γελούσε σαν μικρό παιδί, ενώ απομακρύνονταν οι δυο τους για την εξερεύνησή τους.
Μια μέρα, με είπε:
-Έλα, πάμε βόλτα με τον Ντόρο. Πάμε να μαζέψουμε σύκα.
Μ’ έβαλε να καθίσω μπροστά, «να βλέπω». Μου έδειχνε τα είδη των δέντρων, τις καλλιέργειες, τα ζώα. Σταματήσαμε κοντά στο δέντρο που ήταν κατάφορτο με καρπούς.
-Περίμενε εδώ, με τον Ντόρο. Μην τον κρατάς, άστον να κάνει τη βόλτα του.
-Μα θα φύγει!
-Δεν φεύγει. Όπου κι αν πάει θα γυρίσει.
Ο γέρος άρχισε να σκαρφαλώνει σαν ακροβάτης πάνω στο δέντρο έχοντας δεμένο το καλάθι μ’ ένα σπάγγο επάνω του. Ο Ντόρος είχε εξαφανιστεί. Καθόμουν κάτω από τη σκιά του δέντρου άδειος απ’ όλα. Δίπλα μου, μερικοί σπουργίτες έτρωγαν λαίμαργα ένα βιαστικό σύκο, που ξέφυγε του δέντρου. Όλες οι μυρωδιές του καλοκαιριού πάλευαν για το ποια θα πρωτομπεί στα ρουθούνια μου.
-Θα πιάσεις ένα αν το πετάξω!
-Θα το πιάσω, πέτα!
-Ατυχία, άστο για τα πουλιά. Θα πιάσεις άλλο;
-Πέτα.
Το δεύτερο ήρθε στα χέρια μου. Ξεφλούδισα το φρούτο και άρχισα να τρώω, βλέποντας τους σπουργίτες που, τώρα, είχαν μετακομίσει και έτρωγαν την πρώτη, αποτυχημένη προσπάθειά μου. Τρώγαμε όλοι με λαιμαργία.
Ο παππούς κατέβηκε από το δέντρο και, σχεδόν ταυτόχρονα, φάνηκε ο Ντόρος. Νόμισα πως όλη αυτή την ώρα καθόταν κάπου κρυμμένος και μας κατασκόπευε με αυτά τα μεγάλα, μαύρα μάτια του.
-Έλα Ντόρο, το μερίδιό σου σε περιμένει. Δεν στo δίνω όλo τώρα, θα κρατήσω και για μετά.
Στο γυρισμό δεν μιλήσαμε καθόλου. Απολαμβάναμε πάνω στη φιλόξενη ράχη του Ντόρου τα χρώματα της ημέρας που έφευγε. Το νωχελικό βήμα του μας οδηγούσε προς το σπίτι, μέσα από μία φύση που ετοιμαζόταν να .υποδεχτεί τη νύχτα.
Μία μέρα είδα τη θέση του άδεια. Άρχισα να τον φωνάζω. Μου φάνηκε περίεργο που είχε εγκαταλείψει τη σκιά του. Τον είδα πεσμένο μέσα στο παχνί με τον παππού και μία κυρία από πάνω του. Δεν κουνιόταν καθόλου.
Έσκαβε κάτω από τη σκιά της δεύτερης ακακίας.
-Έτσι θα είναι στη σκιά του για πάντα, είπε. Τον αποχαιρέτησε μ’ ένα χάδι στο κεφάλι κι άρχισε να απιθώνει το χώμα επάνω στο σώμα του.
Δεν ξανάδεσε ζώο στη σκιά εκείνης της ακακίας. Έπαιρνε μία καρέκλα και καθόταν μόνος του εκεί να τον συντροφεύει. Να θυμούνται τις ατέλειωτες ώρες που κάτω από τον καυτό ήλιο του καλοκαιριού ποτίζαν το χώμα με τον ιδρώτα τους για να καρπίσει, να θυμούνται τις βόλτες τους τ’ απογεύματα που αλήτευαν στον κάμπο, να θυμούνται τη δροσιά του καρπουζιού και τη γλύκα του σύκου, να θυμούνται το πόσο φίλοι ήταν και πόσο αγαπούσε ο ένας τον άλλον.
Και να τους θυμάμαι κι εγώ να τριγυρνάνε στους κάμπους της φαντασίας μου και να μου χομογελάνε σε κάθε ξεφλούδισμα των αναμνήσεων των παιδικών μου χρόνων.
υ.γ.: για τη φύση που χάνουμε και μαζί μ’ αυτήν, στον χαμένο εαυτό μας.