Η Πόλη έπεσε. Όλοι οι ιστορικοί συμφωνούν ότι η πτώση της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας είχε προαναγγελθεί από αιώνες δυσκολιών και παρακμής. Ωστόσο, ο ανθρώπινος νους δυσκολεύεται να συλλάβει τη «μακρά διάρκεια», «τις αναγκαιότητες» και τις «ιστορικές δομές» της ακαδημαϊκής έρευνας. Έτσι, όλοι μας αγκιστρώνουμε το νου μας σε ιστορικές στιγμές, που λαός και κράτος αναδεικνύουν σε επετείους. Στυλώνουμε το βλέμμα μας σε ιστορικά πρόσωπα που υποδεικνύονται ως πρόσωπα-κλειδιά, προσωπικότητες που με τα στιβαρά (ή και ισχνά) χέρια τους γυρίζουν τον τροχό της Ιστορίας με το κεφαλαίο «γιώτα».
Υπό αυτό λοιπόν το πρίσμα, η 29η Μαΐου του 1453 είναι η επέτειος των επετείων, το ορόσημο των οροσήμων. Το τέλος του Βυζαντίου αλλά και η αρχή του νέου Ελληνισμού. Λαΐκός θρήνος, αλλά και συλλογική μνήμη. Στο κέντρο αυτής της ιστορικής στιγμής ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος. Στη λαϊκή μνήμη αλλά και στην επίσημη-κυρίαρχη ιστοριογραφία αποτυπώνεται ως τελευταίος βασιλιάς αλλά και παντοτινός ήρωας. Ηττημένος αλλά υποδειγματικός υπερασπιστής. Αυτήν τη μεγάλη συμπύκνωση χρόνου και εννοιών δεν είναι εύκολο να την αποτυπώσει κανείς. Τα κατάφεραν τα Δημοτικά τραγούδια αλλά και οι πολύ μεγάλοι ποιητές. Μόνο αυτοί μπορούσαν. Από τα διαμάντια της νεοελληνικής λογοτεχνίας με θέμα την Άλωση, η Βαρβάρα Περράκη επιλέγει για σήμερα τον Οδυσσέα Ελύτη.
Ὀδυσσέας Ἐλύτης, Θάνατος καὶ Ἀνάστασις τοῦ Κωνσταντίνου Παλαιολόγου
Ἔτσι καθὼς ἐστέκονταν ὀρθὸς μπροστὰ στὴν Πύλη κι ἄπαρτος μὲς στὴ λύπη του
Μακριὰ τοῦ κόσμου ποὺ ἡ ψυχή του γύρευε νὰ λογαριάσει στὸ φάρδος Παραδείσου Καὶ σκληρὸς πιὸ κι ἀπ’ τὴν πέτρα ποὺ δὲν τὸν εἴχανε κοιτάξει τρυφερὰ ποτὲ – κάποτε τὰ στραβὰ δόντια του ἄσπριζαν παράξενα
Κι ὅπως περνοῦσε μὲ τὸ βλέμμα του λίγο πιὸ πάνω ἀπ’ τοὺς ἀνθρώπους κι ἔβγανε ἀπ’ ὅλους Ἔναν ποὺ τοῦ χαμογελοῦσε τὸν Ἀληθινόν ποὺ ὁ χάρος δὲν τὸν ἔπιανε
Πρόσεχε νὰ προφέρει καθαρὰ τὴ λέξη θάλασσα ἔτσι ποὺ νὰ γυαλίσουν μέσα της ὅλα τὰ δελφίνια Κι ἡ ἐρημιὰ πολλὴ ποὺ νὰ χωρᾶ ὁ Θεός κι ἡ κάθε μιὰ σταγόνα σταθερὴ στὸν ἥλιο ν᾿ ἀνεβαίνει
Νέος ἀκόμα εἶχε δεῖ στοὺς ὤμους τῶν μεγάλων τὰ χρυσὰ νὰ λάμπουν καὶ νὰ φεύγουν Καὶ μιὰ νύχτα θυμᾶται σ’ ὥρα μεγάλης τρικυμίας βόγκηξε ὁ λαιμός τοῦ πόντου τόσο ποὺ θολώθη μὰ δὲν ἔστερξε νὰ τοῦ σταθεῖ
Βαρὺς ὁ κόσμος νὰ τὸν ζήσεις ὅμως γιὰ λίγη περηφάνια τὸ ἄξιζε.
Εισαγωγή: Μ. Χατζηπαναγιώτου
Ανθολόγηση: Β. Περράκη