Tου Μανόλη Χατζηπαναγιώτου
Στις 7 Σεπτέμβρη του 1964 ο Μίκης Θεοδωράκης διαμαρτύρεται προς τη διοίκηση του ΕΟΤ και τους υπεύθυνους του Φεστιβάλ Αθηνών. Έχει μόλις ολοκληρώσει ένα μεγάλο έργο και θέλει να το παρουσιάσει στο κοινό. Ο ίδιος έχει πλήρη συναίσθηση του αισθητικού μεγέθους του έργου αυτού και κρίνει ότι πρέπει να παρουσιαστεί στο Ηρώδειο στο πλαίσιο του μεγάλου φεστιβάλ.
Τα σαΐνια όμως τον κόβουν. Ο λόγος δεν είναι αμιγώς πολιτικός. Η χώρα ζει σε ένα μικρό παράθυρο δημοκρατίας καθώς πρωθυπουργός είναι ο Γεώργιος Παπανδρέου και η αποστασία θα εκδηλωθεί 10 μήνες μετά. Ο λόγος της άρνησης είναι ζήτημα καλλιτεχνικού ύφους: Βασικός ερμηνευτής είναι ένας τραγουδιστής που προέρχεται από τα καταγώγια και τα μπουζουκτσίδικα: Ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης δεν ταιριάζει με το μυσταγωγικό ύφος του Ηρώδειου και ζητούν από τον Θεοδωράκη να τον αντικαταστήσει. Τι κι αν πρόκειται για ποίηση του Ελύτη, τι κι αν απαγγέλει ο Κατράκης, τι κι αν ψάλλει ο σπουδαίος αρχιψάλτης Δημήτριεφ. Ο Μίκης αρνείται την αντικατάσταση και το «Άξιον Εστί» τρώει πόρτα από το Φεστιβάλ.
Το έργο παρουσιάζεται τον επόμενο μήνα με έξοδα του ίδιου στο θέατρο Κοτοπούλη και συναντά μια μάλλον κρύα υποδοχή, καθώς το αλμυρό εισιτήριο γεμίζει το θέατρο με ανθρώπους της καλής κοινωνίας που δεν ενθουσιάζονται.
Παράλληλα όμως σε όλη την επικράτεια, από παρέα σε παρέα, το Άξιον Εστί το πιάνει ο απλός κόσμος στα χείλη του. Ο Μίκης περιοδεύει σε διάφορες πόλεις και γνωρίζει την αποθέωση. Ο ίδιος διηγείται από την περιοδεία του στις Σέρρες: «…Βλέπω μια μεγάλη ουρά έξω και ρωτάω τι είναι αυτή η ουρά; Μου είπαν είναι ένα δισκάδικο εδώ, ήρθε το Άξιον Εστί και κάνουν ουρά για να πάρουν τον δίσκο. Βλέπω και έναν χωριάτη με ένα μουλάρι να κάθεται στην ουρά. Τον πλησίασα, δεν με γνώρισε και του λέω τι πουλάνε εδώ πατριώτη; Τι σε νοιάζει μου λέει. Ένας άλλος με γνώρισε και του λέει πες του… Να, λέει, στο χωριό έμαθαν για το Άξιον Εστί και μ’ έστειλαν να το αγοράσω…».
Πολλά χρόνια αργότερα οι πέτρες του Ηρώδειου θα ραγίσουν αρκετές φορές από την ποίηση του Ελύτη, τη μουσική του Θεοδωράκη, τη φωνή του Μπιθικώτση και τους διαλεχτούς κάθε φορά συντελεστές.