Του Μανόλη Χατζηπαναγιώτου
Στις 4 του Μάη του 1972 το στρατοδικείο της Χούντας καταδικάζει τον Μήτσο Παρτσαλίδη σε ισόβια δεσμά. Η καταδίκη γίνεται όχι μόνο για την αντιδικτατορική του στάση αλλά και την «αντεθνική» του δράση. Η αιτία ήταν η συμμετοχή του στον εμφύλιο 25 χρόνια πριν τη δίκη! Η μνήμη της στρατιωτικής δικαιοσύνης ήταν οξυμένη. Ποιος ήταν όμως αυτός ο μεγάλος εχθρός που σε ηλικία 69 ετών το καθεστώς τον θεωρεί τόσο επικίνδυνο, ώστε του ρίχνει ισόβια;
Ο Δημήτρης Παρτσαλίδης γεννήθηκε στον Πόντο το 1903 και το 1922 γνωρίζει την πρώτη δίωξη της ζωής του και έρχεται πρόσφυγας στη Θεσσαλονίκη. Εκεί ολοκληρώνει τις σπουδές του και διορίζεται στην Καβάλα σε δημόσια υπηρεσία. Η δικτατορία του Πάγκαλου τον απολύει και γίνεται καπνεργάτης. Έχει ήδη συνδεθεί με την τότε κομμουνιστική νεολαία, την ΟΚΝΕ, και γίνεται ηγέτης των καπνεργατών.
Με την ιδιότητα αυτή το 1932 εκλέγεται με το ΚΚΕ βουλευτής Καβάλας. Το 1934 εκλέγεται δήμαρχος Καβάλας, ο πρώτος κομμουνιστής δήμαρχος στη χώρα μαζί με τον Διόνυση Μενύχτα στις Σέρρες. Σε μόλις τέσσερις μήνες το καθεστώς του Λαΐκού κόμματος τον παύει από δήμαρχο γιατί «είχε μετατρέψει το δημαρχείο σε κομμουνιστικό άντρο». Το 1936 εκλέγεται για δεύτερη φορά βουλευτής, αλλά ούτε αυτή η θητεία προχωράει πολύ, γιατί ο Μεταξάς τον φυλακίζει στην Ακροναυπλία. Το 1941 τα κλειδιά των φυλακών παραδίδονται στους κατακτητές και το 1944 δραπετεύει από το Χαϊδάρι και περνάει στην Αντίσταση και στην ηγεσία του ΕΑΜ.
Το 1945 υπογράφει μαζί με τον Σιάντο και τον Τσιριμώκο την αμφιλεγόμενη ανακωχή της Βάρκιζας. Το 1947 συλλαμβάνεται και πάλι και εξορίζεται στην Ικαρία. Και πάλι δραπετεύει και εντάσσεται στην ηγεσία του Δημοκρατικού Στρατού στο Γράμμο.
Η κατάρρευση του Γράμμου τον οδηγεί μαζί με χιλιάδες άλλους Έλληνες κομμουνιστές στην υπερορία του ανατολικού μπλοκ. Είναι πια η σειρά των συντρόφων του να γίνουν διώκτες του. Στη Ρουμανία συγκαλείται η 3η Συνδιάσκεψη του ΚΚΕ. Το σώμα αποτελείται από στελέχη επιλεγμένα από την ηγεσία και γίνεται μέσο εκκαθάρισης των εσωκομματικών «εχθρών». Η ήττα χρειάζεται εξιλαστήρια θύματα και ο Ζαχαριάδης χρειάζεται ανθρώπους να τους φορτώσει την ευθύνη. Ο Μήτσος Παρτσαλίδης, ο Γιώργης Σιάντος, ο Χρύσα Χατζηβασιλείου, ο Μάρκος Βαφειάδης και ο Κώστας Γυφτοδήμος (γνωστός με το παρωνύμι Καραγιώργης) είναι μερικά από τα πιο γνωστά στελέχη που δέχονται καταιγισμό συκοφαντιών. Μέσα στο θλιβερό και ασφυκτικό πλαίσιο της κομματικής πειθαρχίας, στις συκοφαντίες κατά του Παρτσαλίδη πρωτοστατεί η γυναίκα του Αύρα Βλάσση και στις συκοφαντίες κατά της Χρύσας Χατζηβασιλείου πρωτοστατεί ο άντρας της Πέτρος Ρούσσος!
Ο Παρτσαλίδης πέφτει σε δυσμένεια και διαγράφεται, πράγμα που σε συνθήκες εξορίας στο ανατολικό μπλοκ ήταν θανάσιμος κίνδυνος. Το 1956 ήταν η σειρά του Ζαχαριάδη να πέσει σε δυσμένεια και γίνεται η αποκατάσταση του Παρτσαλίδη στα πλαίσια της αποσταλινοποίησης.
Το 1967 ξεσπάει η δικτατορία και ο Παρτσαλίδης εντάσσεται στο Πανελλήνιο Αντιδικτατορικό Μέτωπο. Ενώ βρίσκεται εξόριστος συντάσσεται με το γραφείο εσωτερικού και πέφτει σε διπλή παρανομία. Στην Ελλάδα διώκεται ως κομμουνιστής και στο εξωτερικό τον απομονώνουν ως «αναθεωρητή» και «προδότη». Μπαίνει παράνομα στην Ελλάδα για να αγωνιστεί κατά του καθεστώτος, αλλά και πάλι συλλαμβάνεται και δικάζεται σε ισόβια. Απελευθερώνεται στη μεταπολίτευση και αγωνίζεται μέσα από τις γραμμές της Αριστεράς ως τον θάνατό του το 1980.
Ο Μήτσος Παρτσαλίδης δεν είναι ο μόνος που πέρασε μια ζωή διώξεων. Ήταν όμως μια πολύ χαρακτηριστική περίπτωση, μια επιτομή της ελληνικής ιστορίας στον 20ό αιώνα. Προσφυγιά, απολύσεις, φυλακίσεις, παύσεις, εξορίες, διαγραφές, δραπετεύσεις, ξανά προσφυγιά, διπλές παρανομίες, δυσμένειες… ζαλίζεσαι να τα θυμάσαι.
Ας τελειώσουμε με μια προφορική αφήγηση που παραδίδεται ως ιστορικό ανέκδοτο για τον Μήτσο Παρτσαλίδη. Όταν ως καπνεργάτης εκλέγεται βουλευτής το 1932, το κόμμα τον στέλνει σε ράφτη της Καβάλας να ράψει ένα κουστούμι για τη Βουλή. Ο ράφτης τού συστήνει να ράψει και ένα μακρύ καλό πανωφόρι για τον χειμώνα. Ο Μήτσος του ζητάει να είναι… κοντό. Ο ράφτης του θυμίζει ότι οι επιταγές της μόδας και της κοινοβουλευτικής περίστασης απαιτούν μακρύ παλτό. Ο Μήτσος επιμένει. Στην απορία και στην αγανάκτηση του ράφτη ο Μήτσος εξηγεί: «Εμένα με κυνηγάνε συνέχεια και πρέπει να τρέχω. Πώς θα τρέχω με το μακρύ πανωφόρι;» Και ήταν βουλευτής!
Πηγές: timesnews, αρχεία ΑΣΚΙ [Κωδικός αρχείου GR–ASKI-008], wikipedia, «3η συνδιάσκεψη του ΚΚΕ», εκδ. Γλάρος, 1988