Του ιστορικού Ρόδη Λοχαΐτη
Στην Ιστορία, όσο απομακρυνόμαστε από τον χρόνο τέλεσης των γεγονότων, η τάση για μεγαλοποίηση και εξωραϊσμό έρχεται να συναντήσει την ανάγκη που έχει ο άνθρωπος να θυμάται μόνο εκείνα που δεν τον πληγώνουν. Η τάση αυτή δε είναι τόσο ισχυρή που, πολλές φορές, διαγράφει από τη μνήμη, ως μη γενόμενα, γεγονότα και συμπεριφορές.
Η μάχη της Κρήτης αποτελεί ένα κορυφαίο ιστορικό γεγονός κατά το οποίο οι κάτοικοι του νησιού, χωρίς ιδιαίτερα μέσα, αντιστάθηκαν στους εισβολείς. Όμως, η αντίσταση αυτή δεν ήταν, βέβαια, φαινόμενο καθολικό!
Τρίτη 6 Μάη [1]
“Έκαναν ό,τι μπορούσαν” μου έλεγε ένας ντόπιος, απλοϊκός άνθρωπος “ό,τι μπορούσαν για να παραδώσουν την Ελλάδα χειροπόδαρα δεμένη στο Γερμανό. Είχαμε τόσα τουφέκια, οι αποθήκες γεμάτες ζάχαρη, τα έστειλαν όλα στην Ελλάδα πριν σαράντα μέρες. Μάζεψαν και τα όπλα από τα σπίτια, που ήταν μία παρηγοριά. Έπειτα τι τους ήρθε να βάλουν τα κέντρα εκπαιδεύσεως στην Πελοπόννησο, αφού ξέραν πώς θα ‘ρχόντουσαν κάποτε εδώ. Αν τα είχαν στην Κρήτη θα είχαμε τώρα μία δύναμη
[…] Αλλά δεν ήθελαν να κρατήσουν την Κρήτη, δεν ήθελαν τα νησιά, δεν ήθελαν τίποτε. Τα άκουσμα μονάχα του Γερμανού τους νεκρώνει τα νεύρα και οι περισσότεροι που ήρθαν μαζί μας δεν γυρεύουν τίποτε άλλο παρά να πετύχουν μία ήσυχη γωνιά στο εξωτερικό για να περάσουν τις μέρες που πολέμου.
[…] Η Κρήτη μία μεγάλη πληγή.
απώλειες…[2]
Ο υποστράτηγος διοικητής της Μεραρχίας Κρήτης, που είχε την εξαιρετικά ατυχή έμπνευση να έρθει στο νησί χωρίς τη μεραρχία του, δολοφονήθηκε στη μέση του δρόμου, μέσα σε ατμόσφαιρα γενικής επιδοκιμασίας. Ήταν έτσι ο μόνος Έλληνας στρατηγός που σκοτώθηκε στον πόλεμο της Αλβανίας…
Προκήρυξις Της Επιτροπής του Λαού του Νομού Χανίων προς τους Κρήτας
[…] Ο γερμανικός στρατός απαιτεί παρ’ ημών να ρυθμίσομεν τας πράξεις μας και την συμπεριφοράν μας απέναντι αυτού κατά τοιούτον τρόπον, ώστε να αποκλείονται οιαιδήποτε προστριβαί ή και παρεξηγήσεις. Πρωταρχικήν δεν προϋπόθεσιν μιας τοιαύτης ανεπιλήπτου ζωής μάς τάσσει, διά της δημοσιευθείσης διαταγής του, ο Στρατιωτικός Διοικητής την παράδοσιν οιουδήποτε εις την κατοχήν μας όπλου ή πόλεμοφοδίου. […] Μίαν τοιαύτην προσφοράν και εργασία απαιτεί παρ’ ημών σήμερον η Πατρίς μας, δια την εσωτερικήν γαλήνην και προκοπήν. Θα την επιτελέσομεν πιστώς και προθύμως…
Εν Χανίοις τη 17η Σεπτεμβρίου 1941.
η αφρόκρεμα…[3]
Έτσι 2 Ιουνίου ήρθαν οι Γερμανοί στο Καστέλι. Κι όταν μπήκα μάλιστα στο Καστέλι μέσα οπλισμένος, με κράνος, με το πολυβόλο μου, όλα αυτά, οι προύχοντες, η αφρόκρεμα δήθεν του Καστελίου, εκαθόντανε στα δεντρουλάκια από κάτω, ήτανε απόγεμα, και μου βάλανε πάγο. “Πήγαινε να τα βγάλεις, θα μας ε-σκοτώσεις, θα μας ε-κάμεις, θα μας ε-δείξεις”. Λέω “δεν πάτε, μωρέ, στο διάολο, κερατάδες, αντί να με υποδεχτείτε εδώ πέρα πως πήγα και πολέμησα, για να καθόσαστε εσείς εδώ πέρα, με βρίζετε κι όλας;” […] αλλά οι χωριανοί τα’χανε μαζί μου. Η ελίτ του χωριού μου, τα’χανε μαζί μου. Και πάνε και βρίσκουνε τον πατέρα μου, λέει “αυτός θα μας ε-σκοτώσει, θα μας ε-κάμει, θα μας ε-δείξει, θα μας ε-κάψουν οι Γερμανοί”.
διαρκούσης της μάχης…[4]
[διαρκούσης της μάχης της Κρήτης]. Τότες εγώ ξύπνησα τους άλλους στρατιώτες και τους ρώτησα τι συνέβη, και καταλάβαμε ότι όλοι οι αξιωματικοί είχαν δραπετεύσει και μας είχαν εγκαταλείψει, και προς άγνωστη κατεύθυνση. Τότες είπα μεγαλοφώνως: “Αυτοί είναι οι αξιωματικοί του ελληνικού στρατού, που πληρώνονται από τον ελληνικό λαό για να υποστηρίζουν την πατρίδα μας”
αν όχι εγώ, τότε ποιός;[5]
Οι Γερμανοί αγνοούσαν τη δράση του Σ. Τον είχε πιάσει η ελληνική ασφάλεια και δεν έμενε σπίτι του.
ο Σ. έλεγε, – Άμα δεν αγωνιστώ εγώ τότε ποιος;
Τελικά, τον συνέλαβε ο Ιερωνυμάκης.
Ο Πατέρας μου πήγε και τον βρήκε. Του είπε: – Σώσε το παιδί μου.
Εκείνος του απάντησε κοφτά – Δεν γίνεται αυτό το πράγμα, όσο είναι οι Γερμανοί εδώ θα είμαι στο πλευρό τους!
αυτά μαθαίνεις στα παιδιά μας…[6]
Όπου μάλιστα το 1941, που ‘ρθαν οι Γερμανοί, τον Ιούλιο του ‘41 επήγα να πάρω ψωμί από του Μηλιόρδου τον φούρνο, μεσημέρι, κι ήταν εκεί πέρα ο Μιχάλης, ο καθηγητής, σκατά στα μούτρα-ν-του. Λοιπόν και ήταν και ο Μπελημπασάκης ο γιατρός και κάποιοι άλλοι. Και έκανε εδά ο καθηγητής “πρέπει να προσγειωθούμε, διότι αυτή είναι η κατάσταση, είναι καινούρια κατάσταση, ότι οι Γερμανοί δεν φεύγουνε πια από δω πέρα κι ότι ετούτο, και πρέπει όλοι να υποταγούμε”. Και τότες βλέπω τον μακαρίτη τον Μπελημπασάκη, το γιατρό, “μωρέ προδότη”, σηκώνεται με την μπαστούνα “μωρέ προδότη! Αυτάνα μαθαίνεις στα παιδιά μας;” Και του δίνει μια με την μπαστούνα κι απού φύγει φύγει ο καθηγητής…
ο ιστορικός…[7]
Ο Μαυρακάκης ο καθηγητής είναι αναρμόδιος να εκδώσει την ιστορία του Κρητικού Κινήματος Αντίστασης διότι: όταν το 1942 σαμποτάρονταν η αγγαρεία των Γερμανών, αυτός παρότρυνε τους χωριανούς να πηγαίνουν αγγαρεία, να δίνουν καρπούς και λάδι για να μην δίνουμε αφορμές στους Γερμανούς! […] Και όταν χτυπήσαμε τους Σουμπερίτες στα Μεσκλά κι’ οι χωριανοί βγήκαν στο βουνό, ο Μαυρακάκης με τον προδότη νομάρχη Γαλάνη ήρθε στο χωριό να πείσει τους κατοίκους να γυρίσουν πίσω. Μόλις γύρισαν, πήγαν οι Γερμανοί, πιάσανε 40 κι’ από αυτούς πέθαναν στη Γερμανία 30.
οι εργολάβοι…[8]
Οι μεγαλοεργολάβοι που καταπιέζανε και εκβιάζανε τους εργάτες με τα γερμανικά όπλα για να χτίζουν οχυρά στους γερμανούς πλουτίζοντας σε βάρος του έθνους και του λαού, είναι αίσχος να μένουν ασύδοτοι επαναπαυόμενοι πάνω στα άνομα κέρδη τους που είναι σωρός από αίμα και ιδρώτα του λαού. Ο κ. ανακριτής των δοσιλόγων πρέπει επιτέλους να πάρει μέτρα. Βαρύνονται με δύο σοβαρότατες κατηγορίες: 1) γιατί χτίζανε γερμανικά έργα, 2) γιατί την περίοδο που τα έργα δεν εχτελούνταν πια απολογηστικά αλλά σε τιμή μονάδος ορισμένοι σε συνεργασία με γερμανούς πέρνανε με τη βία αγγαρεία τους εργάτες και αν τους πλήρωναν τους πλήρωναν με τη γερμανική λίστα ενώ αυτοί εθησαύρισαν.
Κάποτε χρειάζεται να προσεγγίσουμε το παρελθόν μας χωρίς παρωπίδες και εξωραϊσμούς. Να αφιερώσουμε ημέρες μνήμης και στις “μελανές” στιγμές μας. Και αυτές έχουν να μας διδάξουν πολλά.
Σημειώσεις
- Γιώργος Σεφέρης, Μέρες Δ’, σ. 75, 94.
- Γιώργος Μαργαρίτης, Προαγγελία Θυελλωδών ανέμων, 2009, σ. 104.
- Αντώνιος Σανουδάκης, Το αγγλικό προσωπείο και ο Blackman, 2005, σ. 31, 34.
- Αντώνιος Σανουδάκης, Χαράλαμπος Γιαννακάκης, 1987, σ. 13.
- Αφήγηση του Γ.Σ. αδελφού του Σ.Σ. στον συγγραφέα.
- Αντώνιος Σανουδάκης, Το αγγλικό προσωπείο και ο Blackman, 2005, σ. 89.
- Σημείωμα του Π. Τσαμαντάκη, «Το οικονομικό Πρόγραμμα του δοσιλογισμού», εφ. Λευτεριά, αρ.φ. 41/11-11-1945, σ.2., στο Ρόδης Λοχαΐτης, Όψεις του δωσιλογισμού στον τοπικό τύπο των Χανίων, 1945-1951, 2014, σ. 13.
- Εφ. Δημοκρατία, αρ.φ. 88/22-8-1945, σ.2., στο Ρόδης Λοχαΐτης, ό.π., σ. 31