Ο σοβιετικός στρατηγός Γκρόμοφ, επικεφαλής των σοβιετικών δυνάμεων,
καθώς περνάει τελευταίος τα σύνορα αποχωρώντας από το Αφγανιστάν.
Tου Χρήστου Τρικαλινού, ομότιμου καθηγητή ΕΚΠΑ*
Πρόσφατα το Αφγανιστάν ήρθε στην επικαιρότητα ακόμη μία φορά. Ακόμη μία φορά η εικόνα είναι δυστυχώς αρνητική. Το πλήθος των πληροφοριών είναι μεγάλο. Η μέση εικόνα των πολιτών στην Ευρώπη και στην Ελλάδα είναι ότι πρόκειται για ένα κράτος όπου οργανώσεις, κόμματα και μαχητές αλληλοσφάζονται χωρίς λόγο. Στην πραγματικότητα ελάχιστα γνωρίζουμε (και ακόμη λιγότερα καταλαβαίνουμε) για την ιστορία της χώρας αυτής, για την πολιτική της γεωγραφία και τις σχέσεις της με τον κόσμο. Ο ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών, κος Χρήστος Τρικαλινός είναι ένας βαθύς γνώστης του αφγανικού προβλήματος. Έδωσε για το CretanLeft μια εύληπτη σύνοψη της ιστορίας και του προβλήματος. Όσο όμως σαφής και περιεκτικός και αν είναι, η έκταση του κειμένου μας υποχρεώνει να το δημοσιεύσουμε σε οκτώ συνέχειες σε οκτώ συνεχόμενες μέρες. Αξίζει την προσοχή μας! Σήμερα το έβδομο μέρος.
Πριν δούμε την εξέλιξη των γεγονότων, ας δούμε λίγο το διπλωματικό παρασκήνιο. Με την εκλογή Ρήγκαν το 1981 οι ΗΠΑ μετέτρεψαν τη δράση των μουτζαχεντίν σε ακρογωνιαίο λίθο της πολιτικής τους στη Νοτιοανατολική Ασία και σημαντικό μέρος της παγκόσμιας στρατηγικής τους ενάντια στην ΕΣΣΔ. Ένας από τους βασικούς της στόχους, όπως αυτός διατυπώθηκε στην οδηγία εθνικής ασφαλείας Νο 166 (NSDD 166) που υπέγραψε ο πρόεδρος τον Απρίλιο του 1986 ήταν η εκδίωξη των σοβιετικών στρατευμάτων «με κάθε μέσον».
Εν τω μεταξύ ο Γ.Γ. του ΟΗΕ Ντε Κουεγιάρ, από την αρχή του 1982 όρισε υπεύθυνο για το Αφγανικό τον Κόρντοβες. Τον Ιούλιο του 1982 στη Γενεύη πραγματοποιήθηκαν συνομιλίες για τη λύση του προβλήματος, αλλά προσέκρουσαν στις εδαφικές απαιτήσεις του Πακιστάν. Πάντως οι συνεχείς επαφές με όλες τις αντιμαχόμενες πλευρές οδήγησαν Κόρντοβες στην κατάρτιση σχεδίου ειρήνευσης, που, εκτός των άλλων προέβλεπε την αποχώρηση των σοβιετικών στρατευμάτων. Τότε ήταν που την εξουσία στην ΕΣΣΔ ανέλαβε ο Γ. Αντρόποφ. Την ημέρα της κηδείας του Μπρέζνιεφ συναντήθηκε με τον ηγέτη του Πακιστάν Ζία Ούλ Χακ και τον ενημέρωσε για την «νέα πολιτική της σοβιετικής πλευράς και για την κατανόηση της αναγκαιότητας επίλυσης της κρίσης όσο το δυνατόν πιο σύντομα». Από το Πακιστάν απαίτησε τερματισμό της παροχής βοήθεια προς του αντάρτες.
Ο Αντρόποφ πρώτος από τους ηγέτες της ΕΣΣΔ κατάλαβε το πρόβλημα της συμμετοχής της ΕΣΣΔ στον Αφγανικό πόλεμο. Πρώτος αυτός είπε ανοιχτά, ότι «οι νέοι μας σκοτώνονται στο Αφγανιστάν από τις σφαίρες των ανταρτών και ότι οι δυνάμεις αντίστασης είναι τόσο ισχυρές και πεπειραμένες στη διεξαγωγή των πολεμικών επιχειρήσεων στα βουνά, και έτσι δρουν αποτελεσματικά ενάντια στο σοβιετικό πεζικό και τα τανκς». Γρήγορα έδωσε την έγκρισή του για την επίτευξη συμφωνίας με βάση το σχέδιο Κόρντοβες, αλλά κατά τη διάρκεια των συνομιλιών του 1983 συνάντησε την άρνηση του Πακιστάν και των ΗΠΑ, που είχαν το πάνω χέρι κυρίως στον πόλεμο της προπαγάνδας.
Από τη στιγμή που ο Αντρόποφ μπήκε στο νοσοκομείο στις 30/9/1983 και μετά την άνοδο στην εξουσία του Κ. Τσερνιένκο οι προσπάθειες αρχικά ατόνησαν και στη συνέχεια σταμάτησαν, για να ανανεωθούν με την άνοδο στην εξουσία του Μ. Γκορμπατσόφ.
Εδώ χρειάζεται να υπενθυμίσουμε, ότι από τα τέλη του 1986 οι ΗΠΑ προμηθεύουν τους αντάρτες με φορητούς πυραύλους εδάφους αέρα Stinger. Αυτοί τις χρησιμοποιούν με μεγάλη επιτυχία ενάντια στα σοβιετικά αεροπλάνα και ελικόπτερα.
Αρχές του 1987 είναι πλέον σαφές ότι τα σοβιετικά στρατεύματα σύντομα θα αποχωρήσουν. Στις 15 Ιανουαρίου ο Νατζιμπουλλά εξαγγέλλει την πολιτική της εθνικής συμφιλίωσης (ΠΕΣ). Καλεί την ένοπλη αντιπολίτευση σε κατάπαυση πυρός από τη 15/1 έως τη 16/7και διατάζει το στρατό να το κάνει. Δυο μέρες, όμως, αργότερα σε σύναξη της αντιπολίτευσης στο Πεσαβάρ απορρίπτεται η πρόταση και όλες οι ειρηνευτικές πρωτοβουλίες της κυβέρνησης. Πάντως μερικές χιλιάδες αντάρτες καταθέτουν τα όπλα και κάμποσοι πρόσφυγες επιστρέφουν. Στις 25/2 ο Νατζιμπουλλά πρότεινε στους αντιπάλους συνάντηση για τη σύσταση κυβέρνησης εθνική ενότητας, αλλά και πάλι αντιμετώπισε άρνηση. Τον Ιούλιο καθιερώθηκε πολυκομματικό σύστημα και έγινε πρόταση στους ηγέτες της ένοπλης αντιπολίτευσης να αναλάβουν κρατικές θέσεις. Μερικοί από αυτούς το αποδέχτηκαν και στα τέλη Αυγούστου κάποιοι οπλαρχηγοί ανέλαβαν τη διοίκηση 14 επαρχιών, ενώ έως τις αρχές Οκτώβρη είχαν περάσει με το μέρος της κυβέρνησης 1600 χωριά. Ελευθερώθηκαν κάποιες επαρχίες και αφοπλίσθηκαν περίπου 200 ένοπλες ομάδες. Επέστρεψαν μερικές δεκάδες χιλιάδες πρόσφυγες. Παρ’ όλα αυτά ο πόλεμος συνεχιζόταν. Την ΠΕΣ απέρριπτε όχι μόνο η ένοπλη αντιπολίτευση, αλλά και πολλά στελέχη του ΛΔΚΑ.
Στις 30/11 εγκρίνεται το νέο σύνταγμα του Αφγανιστάν και η χώρα μετονομάζεται σε Δημοκρατία του Αφγανιστάν, ενώ ο Νατζιμπουλλά εκλέγεται πρόεδρος της χώρας. Στις αρχές του έτους ανακοινώνεται η χορήγηση αμνηστίας σε διοικητές ένοπλων ομάδων που τα προηγούμενα χρόνια είχαν καταδικασθεί ερήμην σε θάνατο, μεταξύ των οποίων και στον Μασούντ. Γίνονται προσπάθειες αποκατάστασης των σχέσεων με τους μουσουλμάνους ηγέτες, ιδρύεται Μουσουλμανική συμβουλευτική επιτροπή του προέδρου και αποφασίζεται η έναρξη λειτουργίας Ισλαμικού Πανεπιστημίου. Κατασκευάζονται από το κράτος 20 τζαμιά, ανακαινίζονται 324 και δίνονται χρήματα για επισκέψεις 4.200 προσκυνητών σε Μέκκα και Μεδίνα και άλλα.
Ο πόλεμος, όμως, συνεχίζεται. Πάντως από το Γενάρη του 1987 τα σοβιετικά στρατεύματα συμμετέχουν στην ΠΕΣ, συνεχίζοντας να υποστηρίζουν τη δράση του αφγανικού στρατού, ενώ παράλληλα προετοιμάζονται για αποχώρηση από τη χώρα.
Στις 7/4/1987 ο Γκορμπατσόφ συναντιέται στην Τασκένδη με τον Νατζιμπουλλά και συναποφασίζουν την προσυπογραφή συμφωνίας στη Γενεύη για την απομάκρυνση των σοβιετικών στρατευμάτων. Ο Γκορμπατσόφ δίνει τη ρητή υπόσχεση, ότι θα συνεχισθεί η στρατιωτική και οικονομική βοήθεια στη χώρα. Πράγματι στις 14/4 με τη μεσολάβηση του ΟΗΕ από τους υπουργούς εξωτερικών του Αφγανιστάν, του Πακιστάν υπογράφεται συμφωνία πολιτικής διευθέτησης της κατάστασης. Εγγυητές αναλαμβάνουν η ΕΣΣΔ και οι ΗΠΑ. Η ΕΣΣΔ αναλαμβάνει την υποχρέωση να απομακρύνει τα στρατεύματά της σε διάστημα 9 μηνών, αρχής γενομένης από την 15 Μαΐου, ενώ το Πακιστάν πρέπει να τερματίσει τη χορήγηση βοήθειας προς τους μουτζαχεντίν.
Πράγματι, 15/5 αρχίζει η έξοδος, ενώ ακόμη συνεχίζονται σποραδικές μάχες με τους αντάρτες. Ολοκληρώνεται η έξοδος στις 15 Φεβρουαρίου 1989, όταν περνούν τα σύνορα οι τελευταίες μονάδες της 40ης στρατιάς που συμμετείχε όλα αυτά τα χρόνια στις επιχειρήσεις. Τελευταίος διασχίζει τα σύνορα ο διοικητής της στρατηγός Μπορίς Γκρόμοφ.
Πριν μιλήσουμε για τα γεγονότα που ακολούθησαν στη χώρα ας δούμε ορισμένα στοιχεία.
Συνολικά πέρασαν από το Αφγανιστάν 620.000 στρατιωτικοί. Ο αριθμός των στρατιωτικών έγινε μέγιστος το 1985, περίπου 106.000.
Όσον αφορά τις απώλειες. Η ΕΣΣΔ έχασε λίγο περισσότερους από 15.000, το Πακιστάν σχεδόν 6.000. Για το Αφγανιστάν δεν υπάρχουν ασφαλείς εκτιμήσεις. Αυτές κυμαίνονται από μερικές εκατοντάδες χιλιάδες, έως πάνω από 2 εκατομμύρια, χωρίς να γίνεται διαχωρισμός ανάμεσα σε στρατιωτικούς, μουτζαχεντίν και άμαχους πολίτες. Καμιά ένδειξη δεν δίνουν και τα δημογραφικά στοιχεία του ΟΗΕ.
Όσον αφορά τις δαπάνες η υποστήριξη του καθεστώτος της Καμπούλ εκτιμάται ότι στοίχιζε 800 εκατομ. $ ετησίως. Για τη συντήρηση της 40ης στρατιάς και τη διεξαγωγή των μαχών ετησίως ξοδεύονταν από 3 έως 8,2 δισ. $. Ο πρόεδρος του υπουργικού συμβουλίου της ΕΣΣΔ Ν. Ριζκόφ συνέστησε μια ομάδα οικονομολόγων, οι οποίοι μαζί με ειδικούς από διάφορα υπουργεία και υπηρεσίες έπρεπε να υπολογίσουν το κόστος του πολέμου. Το πόρισμα της επιτροπής είναι μέχρι σήμερα άγνωστο. Κατά τη γνώμη του στρατηγού Γκρόμοφ «ακόμη και τα ελλειπή στοιχεία αποδείχτηκαν τόσο τρομακτικά, που αποφάσισαν να μη τα δημοσιοποιήσουν».
Εκτός από τις χώρες που προαναφέραμε (Πακιστάν, Ιράν, ΗΠΑ, Κίνα, μεγάλη Βρετανία, Γαλλία και άλλες Ευρωπαϊκές χώρες, Σαουδική Αραβία και άλλες μουσουλμανικές χώρες) σημαντικό ρόλο έπαιξαν στο μέτωπο ενάντια στη ΛΔΑ και την ΕΣΣΔ η Τουρκία (προμήθεια όπλων), η Ιαπωνία (τεχνολογική βοήθεια προς το Πακιστάν) και διάφορες αντισοβιετικές οργανώσεις προσφύγων.
Πολλές χώρες, εκτός φυσικά από το Πακιστάν, που έστελναν και στρατιώτες, έστειλαν και στρατιωτικούς συμβούλους. Τους περισσότερους (844) τους έστειλε η Κίνα, μετά η Γαλλία (619) και στην τρίτη θέση οι ΗΠΑ (289).
Όσον αφορά τις δαπάνες εκτιμάται ότι οι ΗΠΑ δαπάνησαν ένα ποσό της τάξεως των 2,1 – 3 δισεκατ. $, ενώ οι συνολικές δαπάνες όλων των χωρών που υποστήριζαν τους αντάρτες εκτιμώνται σε πάνω από 10 δισεκατ. $.
Ο στρατηγός Γκρόμοφ γράφει για τον πόλεμο αυτό: «Είμαι βαθιά πεπεισμένος, ότι δεν έχει βάση ο ισχυρισμός, πως η 40η στρατιά υπέστη ήττα, όπως και ο ισχυρισμός ότι νικήσαμε στον πόλεμο του Αφγανιστάν. Τα σοβιετικά στρατεύματα στα τέλη του 1979 εισήλθαν απρόσκοπτα στη χώρα, πέτυχαν – σε αντίθεση με τους Αμερικανούς στο Βιετνάμ – τους στόχους τους και οργανωμένα επέστρεψαν στην Πατρίδα… Μέχρι την έναρξη της αποχώρησης στις 15 Μαΐου 1988 οι μουτζαχεντίν δεν κατάφεραν να πραγματοποιήσουν ούτε μια μεγάλη επιχείρηση και δεν μπόρεσαν να καταλάβουν ούτε μια μεγάλη πόλη». Την άποψη, όμως, του Γκρόμοφ ότι η 40η στρατιά δεν είχε στόχο τη στρατιωτική νίκη δεν δέχονται κάποιοι άλλοι πρώην ανώτατοι αξιωματική της ίδιας στρατιάς. Έτσι ο αντιστράτηγος Νικιτένκο υποθέτει, ότι κατά τη διάρκεια του πολέμου η ΕΣΣΔ στόχευε στην συντριβή της ένοπλης αντιπολίτευσης, αλλά παρ’ όλες τις προσπάθειες ο αριθμός των ανταρτών αυξανόταν και το 1986 είχαν υπό τον έλεγχό τους το 70% του εδάφους της χώρας. Ο δε αντιστράτηγος Μερίμσκιι τονίζει ότι η αφγανική ηγεσία έχασε τον πόλεμο, παρόλο που διέθετε 300.000 στρατιώτες κι αστυνομικούς.
Σίγουρο είναι πάντως πως οι υπέρογκες δαπάνες, αλλά και τα ψυχολογικά προβλήματα που κουβαλούσαν κατά την επιστροφή τους οι βετεράνοι του πολέμου, έπαιξαν, μαζί με πολλούς άλλους παράγοντες, σημαντικό ρόλο στη διάλυση της ΕΣΣΔ.
* Ο Χρήστος Τρικαλινός είναι Ομότιμος Καθηγητής Φυσικής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Γεννήθηκε το 1946 στο Βόλο. Σε ηλικία 2 ½ ετών βρέθηκε στις φυλακές στρατόπεδο Σαρακηνού στο Βόλο και στη συνέχεια εξόριστος στο Τρίκερι. Μεγάλωσε στον Αλμυρό Μαγνησίας. Σπούδασε στο Κρατικό Πανεπιστήμιο Λομονόσοφ της Μόσχας, στο οποίο υπερασπίσθηκε και τη διδακτορική του διατριβή στην πυρηνική φυσική. Από το 1981 διδάσκων στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Πέρασε από όλες τις ακαδημαϊκές βαθμίδες, από Επιμελητής έως Καθηγητής. Έχει δημοσιεύσει περισσότερες από 60 επιστημονικές εργασίες σε διεθνή περιοδικά και συμμετείχε σε περισσότερα από 50 επιστημονικά συνέδρια. Έχει γράψει 4 πανεπιστημιακά εγχειρίδια, ένα εκλαϊκευτικό βιβλίο Φυσικής και συμμετείχε στη συγγραφή βιβλίων Φυσικής για το Λύκειο. Πρόσφατα κυκλοφόρησε το βιβλίο του με τίτλο «Σταγόνες μνήμης», εκδόσεις «Άπαρσις». Δημοσίευσε πολλά άρθρα γενικού ενδιαφέροντος στον ημερήσιο και περιοδικό τύπο της χώρας. Μετέφρασε 2 λογοτεχνικά βιβλία από τα Ρωσικά. Διετέλεσε πρόεδρος της Πανελλήνιας ομοσπονδίας Ερευνητικού και Διδακτικού Προσωπικού (ΠΟΣΔΕΠ) Α.Ε.Ι. από το 1998 έως το 2004. Υπήρξε για αρκετά χρόνια μέλος της Κεντρικής Επιτροπής Γενικών Εξετάσεων και θεματοδότης σε θέματα Φυσικής. Συνταξιοδοτήθηκε το 2013.