Tου Αχιλλέα Βρέντζου
Χρήστος Κεφαλής, «Φρίντριχ Ένγκελς, το alter ego του Μαρξ», εκδόσεις Τόπος, Νοέμβριος 2020, σελίδες 400
Βαθειά ανάλυση, σχολαστική παράθεση έγκυρων πηγών, κοινοποίηση της υποκειμενικής άποψης και κριτική προσέγγιση συναντιούνται και συνθέτουν το δοκίμιο του Χρήστου Κεφαλή, «Φρίντριχ Ένγκελς: το alter ego του Μαρξ» το οποίο γράφτηκε και εκδόθηκε στη συμπλήρωση των διακοσίων χρόνων από τη γέννηση του Ένγκελς. Είναι αδιαμφισβήτητα ένα δοκίμιο που είτε θα του αναγνωρίσεις την εξαιρετική εμβάθυνση που κάνει στον εν λόγω βασικό στοχαστή είτε θα υιοθετήσεις μια δογματική στάση και θα το απορρίψεις, μαζί με τον συγγραφέα του, για τους μύδρους που βάλλει κατά ενός χώρου του σύγχρονου κινήματος. Όπως και να έχει δεν παύει να είναι μια από τις πιο ενδιαφέρουσες προσπάθειες σκιαγράφησης του πραγματικά εμβληματικού χαρακτήρα του Φρίντριχ Ένγκελς, ανάλυση αλλά και αναγωγή της σκέψης του στη σύγχρονη εποχή, που έχει γραφτεί από Έλληνα συγγραφέα.
Θα αποφύγω να κάνω μια εκτενή αναφορά στο δεύτερο μέρος του βιβλίου το οποίο περιλαμβάνει τις μεταφράσεις αρκετών έως τώρα αμετάφραστων, παρότι δεν είναι ήσσονος σημασίας. Επί παραδείγματι θα αναφέρω μια μπροσούρα η οποία μέχρι τώρα δεν είχε μεταφραστεί και αφορά την προσπάθεια ανακήρυξης του Σέλινγκ σε «summum philosophum» και την αναμενόμενη αποκαθήλωσή του. Η μπροσούρα αυτή ονομάζεται «Ο Σέλινγκ και η αποκάλυψη» και μέσα από αυτήν ο Ένγκελς προετοιμάζει το έδαφος για τη μετάβασή του στον διαλεκτικό υλισμό. Όσον αφορά τώρα τη μετάφραση θα αναφέρω απλά ότι είναι μια εξαιρετική προσπάθεια που καθίσταται και μια ευχάριστη έκπληξη για τον αναγνώστη, ο οποίος έχει απηυδήσει από τις μετριότατες μεταφράσεις φιλοσοφικών δοκιμίων, κυρίως των Γερμανών στοχαστών. Για παράδειγμα θα αναφέρω ορισμένες άθλιες και επικίνδυνες μεταφράσεις του Νίτσε και του Στίρνερ από επιφανείς, κατά τα άλλα, οίκους. Άλλωστε σε κάποιο σημείο του δοκιμίου ο συγγραφέας καυτηριάζει ορισμένες μεταφράσεις του Μαρξ και του Ένγκελς. Κάτι που με απογοήτευσε λίγο είναι το γεγονός ότι μέσα στα κείμενα δεν υπάρχουν άρθρα του Ένγκελς από τη συνεργασία του με τον Άρνολντ Ρούγκε. Μετά από μία σύντομη συζήτηση βέβαια ο συγγραφέας με διαβεβαίωσε ότι θα υπάρξουν και άλλες μεταφράσεις του έργου του Ένγκελς το ερχόμενο διάστημα.
Ανάπτυξη μαρξικής σκέψης
Καταρχάς, ο τίτλος του δοκιμίου θα μπορούσε να αναλυθεί ξεχωριστά από το υπόλοιπο. Ο συγκεκριμένος τίτλος πυροδοτεί πολλών ειδών αντιδράσεις από τον αναγνώστη, αυτό το γυμνό, τελεσίδικο «alter ego». Οι περισσότεροι θα επαναπαυθούν στον εύκολο ορισμό του, ότι δηλαδή εκφράζει τη μεγάλη φιλία ανάμεσα στον Μαρξ και τον Ένγκελς, μια φιλία που ο Ένγκελς αντιμετώπιζε με ανιδιοτέλεια, δεν ήταν λίγες άλλωστε οι φορές που ο ίδιος βοηθούσε οικονομικά τον Μαρξ. Υπάρχει ακόμη η φήμη, σύμφωνα με ορισμένους βιογράφους του Καρόλου, ότι έφτασε στο σημείο να αναγνωρίσει ως δικό του το νόθο παιδί του Μαρξ με την υπηρέτριά του. Αυτή βέβαια είναι μια πολύ επιφανειακή προσέγγιση, η οποία παραλείπει τη συμπλήρωση που έδινε η δουλειά του Ένγκελς στην ανάπτυξη της Μαρξικής σκέψης, κάτι που εύστοχα αναφέρει ο κ. Κεφαλής. Μέσα από την αλληλογραφία τους μπορούμε να διακρίνουμε τη δεινότητα αυτή του Ένγκελς. Σε ένα γράμμα του Ένγκελς προς τον Μαρξ την 6η Ιούνη του 1853 φαίνεται ξεκάθαρα η μέθοδος μελέτης του Ένγκελς: Αφού αναφέρει «…Θα καταπιαστώ με την ιστορία του ίδιου του Μωάμεθ τις επόμενες λίγες ημέρες», αυτό που στην ουσία καταλαβαίνουμε απ’ το απόσπασμα είναι ότι ο Ένγκελς μπορούσε να εντρυφήσει σε τέτοια θέματα με πολλή επιτυχία σε πολύ λίγο χρόνο. Άλλο παράδειγμα είναι η μελέτη του έργου του Τσίμερμαν για τον πόλεμο των χωρικών. Έτσι μπορεί κανείς να υποθέσει ότι το «alter ego» αναφέρεται στην αναπόσπαστη συνεισφορά του Ένγκελς στη θεωρία του επιστημονικού σοσιαλισμού. Υπάρχει βέβαια και η περίπτωση ο αναγνώστης να θεωρήσει ότι ο χαρακτηρισμός αυτός υποτιμά τον Ένγκελς και ότι τον παρουσιάζει σαν κακέκτυπο του Μαρξ ή ότι καταφέρνει να φτάσει στο ζενίθ της φιλοσοφικής του αντίληψης μονάχα μέσα από τη συνεργασία του με τον Μαρξ.
Πλούτος πηγών
Αυτό που καθιστά το δοκίμιο μια από τις σημαντικότερες ελληνικές εκδόσεις που αφορούν τη ζωή και το έργο του καθηγητή είναι η παράθεση των πηγών, η οποία μαρτυράει τον πραγματικά τεράστιο όγκο της μελέτης που χρειάστηκε για την συγγραφή. Ο συγγραφέας δεν αρκέστηκε στο διάβασμα των βιογράφων του Ένγκελς για να φέρει σε πέρας το έργο του. Αντ’ αυτού τόλμησε το δύσκολο εγχείρημα να αντλήσει τον κύριο όγκο των πληροφοριών που παραθέτει για το έργο του Ένγκελς από το MECW (Marx and Engel’s collected works), το τεράστιο αυτό έργο που αριθμεί περί τους 50 τόμους (!), και που μικρό μέρος του έχει μεταφραστεί στα ελληνικά. Μια προσπάθεια που κάνει ο συγγραφέας είναι να μεταφράσει όσο το δυνατόν περισσότερα κείμενά του. Δεν περιφρονεί όμως ούτε τους νεότερους αναλυτές και βιογράφους, αλλά λαμβάνει υπόψιν τις μελέτες τους και παραθέτει βιβλιογραφία που ενδέχεται να μην είναι γνωστή ακόμη και σε πεπειραμένο αναγνωστικό κοινό.
Το έργο του Ένγκελς προσεγγίζεται μέσα από ορισμένες θεματικές λ.χ. «Ιστορικές μελέτες», «Ο πολιτικός αναλυτής Ένγκελς», «Ο Ένγκελς και η φιλοσοφία» κ.ά. Αυτό που γίνεται γρήγορα κατανοητό είναι το ότι όλες αυτές οι ενότητες δεν παραθέτουν απλά μια γραμμική περίληψη στο εκάστοτε έργο του καθηγητή, αλλά με αυτές τις μελέτες ως άξονα, των οποίων όμως ουκ ολίγες φορές κριτικάρει και συντρίβει τον δογματισμό και την αγιοποίησή του, ο συγγραφέας προσπαθεί να ανάγει τη σκέψη και τις θεωρίες αυτές στο κίνημα και μέσα από αυτές βγάζει τα δικά του συμπεράσματα για την πορεία του ίδιου του κινήματος από τις μέρες της κομμούνας ως την Οκτωβριανή επανάσταση και το σύγχρονο χώρο. Όσον αφορά την ανάλυση των ιστορικών μελετών του Ένγκελς φαίνεται η υποκειμενικότητα αλλά και η ανάπτυξη της σκέψης του συγγραφέα. Στην ανάλυση της μελέτης «Η εκστρατεία για το αυτοκρατορικό Σύνταγμα» γίνεται μια πολύ εύστοχη αναγωγή του μικροαστού «ηγέτη» Μπρεντάνο σε άλλους λαοπλάνους με μικροαστικές επιδιώξεις, όπως για παράδειγμα τον Ανδρέα Παπανδρέου (!). Δεν είδα, παρόλα αυτά, να γίνεται το ίδιο και στην ανάλυση του συγγράμματος «Ο πόλεμος των χωρικών στη Γερμανία» όπου έπρεπε να τονιστεί η μικροαστική πορεία του Λούθηρου ο οποίος κράτησε μια αδικαιολόγητα μετριοπαθή στάση απέναντι στον Πάπα προδίδοντας, ουσιαστικά το λαό και τον πιο ριζοσπάστη Munzer ο οποίος είχε ξεκινήσει να έχει αρκετούς οπαδούς ανάμεσα στους διαμαρτυρόμενους, κάτι που αναφέρεται στο εν λόγω σύγγραμμα.
Καλή και μεστή δουλειά
Παρακάτω γίνεται μια αξιόλογη ανάλυση της ανάπτυξης της φιλοσοφικής σκέψης και πορείας του αυτοαποκαλούμενου «αυτοδίδακτου» στη φιλοσοφία, Ένγκελς. Θέλω να σταθώ όμως στην ανάλυση ενός, από τα μεγαλύτερα αν όχι το μεγαλύτερο και με την περισσότερη απήχηση εδώ και σχεδόν δύο αιώνες, έργου του Φρίντριχ Ένγκελς, τη «Διαλεκτική της φύσης». Και παρόλο που είναι ένα από τα πιο διάσημα έργα του, αναμφισβήτητα ήταν και είναι ένα πολύ επικίνδυνο εγχείρημα (μπορεί να ξεπεράσει σε επικινδυνότητα ακόμη και τις μελέτες για τη θεωρία της σεξουαλικότητας του Σίγκμουντ Φρόυντ) πολλοί μελετητές το χαρακτήρισαν και το χαρακτηρίζουν αυθαιρεσία! Όλα αυτά ο συγγραφέας τα γνωρίζει. Ο ίδιος, όντας κάτοχος πτυχίου Χημείας, είναι ίσως από τους πιο κατάλληλους μελετητές στη χώρα μας για να μιλήσει για το συγκεκριμένο βιβλίο. Γνωρίζοντας λοιπόν την πολυπλοκότητα του θέματος και τις λιγοστές, και όχι ακριβείς, γνώσεις της εποχής που γράφτηκε η μελέτη (1883), αυτό που κάνει ουσιαστικά είναι να εξηγήσει στον αναγνώστη το αντικείμενο της μελέτης, χωρίς βέβαια να λείπει και η κριτική σε αυτή αλλά και η παράθεση των απόψεων (όχι απαραίτητα θετικών) άλλων επιστημόνων όπως για παράδειγμα του A. Einstein.
Στα αμέσως επόμενα κεφάλαια παρουσιάζεται η σχέση του Ένγκελς (και του Μαρξ) με τους Χεγκελιανούς, κυρίως τον Λ. Φόυερμπαχ, περιγράφεται η απόκλιση τους και η τελική θεμελίωση του διαλεκτικού υλισμού ως απάντηση στη Χεγκελιανή (ιδεαλιστική) διαλεκτική που ίσως να είχε από τότε πάρει ένα ρόλο μεταφυσικής. Φτάνοντας τελικά στο ολοκληρωτικό σχίσμα με την κάθετη και τελεσίδικη 11η θέση στον Φόυερμπαχ.
Συνοψίζοντας, η δουλειά αυτή εκπονήθηκε με συνείδηση του εύρους της, έγινε με πολύ κόπο, ο οποίος απαιτούνταν για τη σφαιρική προσέγγιση του θέματος, και ως εκ τούτου δεν πέφτει στη μετριότητα. Είναι ένα δοκίμιο με αρκετές υποκειμενικές θέσεις που δεν κάνει όμως τον αναγνώστη έρμαιο των απόψεων του συγγραφέα. Δεν αγιοποιεί τον Ένγκελς, δεν αντιλαμβάνεται τα γραπτά του ως ευαγγέλια, αντιμετωπίζει όλες του τις μελέτες υπό το πρίσμα του ορθολογισμού χωρίς να παραλείπει τη διαλεκτική προσέγγιση και να κάνει τα ίδια λάθη που έκαναν οι αστοί θεωρητικοί του προηγούμενου αιώνα, στις θέσεις του είναι αιχμηρός, πολλές φορές καυστικός, αλλά δεν είναι φερέφωνο. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα η ιδεολογική του τοποθέτηση να μην είναι άγνωστη στον αναγνώστη και τον καθιστά μοναδικό υπόλογο των γεγραμμένων. Εν τέλει, είναι μια πολύ καλή, μεστή δουλειά και αναμένουμε να δούμε και τις επόμενες του κυρίου Κεφαλή.