Της Ελένης Τσολιά
Ο Λέων Μπακστ και ο Βαλεντίν Σερόβ επισκέφτηκαν την Ελλάδα το 1907. Ο Λέων Μπακστ (1866-1921) ήταν ζωγράφος και σκηνογράφος. Δούλευε στα αυτοκρατορικά θέατρα της Ρωσίας, δημιουργώντας τα σκηνικά για τις αρχαίες ελληνικές τραγωδίες που ανέβαζαν τα θέατρα αυτά.
Ο Βαλεντίν Σερόβ (1865-1911) ήταν ζωγράφος, πορτρετίστας. Εκείνο το καιρό, δούλευε για τον σχεδιασμό και την καλλιτεχνική διακόσμηση του κτιρίου που θα στέγαζε το μουσείο Καλών Τεχνών της Μόσχας.
Το 1907 πραγματοποίησαν το όνειρο τους, ένα ταξίδι στην Ελλάδα. Ταξίδι κουραστικό και πολυδάπανο. Ήταν όμως το όνειρο των ζωγράφων να γνωρίσουν, να μυρίσουν τη γη που γέννησε τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό, να δουν το φως και τα χρώματα αυτού του τόπου. Ήταν η αγωνιώδης προσπάθειά τους να αποδώσουν τους αρχαίους μύθους, την αρχαία πραγματικότητα με σύγχρονο τρόπο. Η σύγχρονη θεώρηση θα ήταν αδύνατη αν δεν έβλεπαν οι ίδιοι τα αρχαία, αν δεν είχαν απευθείας επαφή με την αρχαιότητα, μέσα στο φυσικό της περιβάλλον.
Οι ανασκαφές στις Μυκήνες και στην Κνωσό, που είχαν γίνει μερικά μόνο χρόνια πριν, είχαν διεγείρει τη φαντασία και τη ρομαντική επιθυμία να δουν τις εκπληκτικές τοιχογραφίες της Κνωσού και να ψηλαφίσουν τα μάρμαρα, που αντανακλούν το ίδιο φως αιώνες τώρα.
Ο Λέων Μπακστ εξέδωσε το 1923 στο Βερολίνο το βιβλίο «Ο Σερόβ και εγώ στην Ελλάδα. Ταξιδιωτικές σημειώσεις». Στις σελίδες του βιβλίου του, περιγράφει τους τόπους που επισκέφτηκαν: την Αθήνα, τους Δελφούς, την Πάτρα, την Ολυμπία, το Ηράκλειο και τα Χανιά. Η διεισδυτική ματιά του ζωγράφου περιγράφει όχι μόνο τα αρχαία μνημεία αλλά και τους ανθρώπους που συναντά, την εμφάνιση, τα χαρακτηριστικά των προσώπων, τη συμπεριφορά, τις συνήθειες, τα ρούχα, την ομιλία τους. Περιγράφει το τοπίο, αναλύει σε χρώματα το εκτυφλωτικό φως, θαυμάζει τις φωτοσκιές και την πανδαισία των χρωμάτων.
“Αγναντεύοντας τα Χανιά-
…Τέσσερις ώρες ήμασταν αγκυροβολημένοι μπροστά στα Χανιά. (…) Τρέχω στο κατάστρωμα, ακουμπώ τα ζεστά από το κατράμι καραβόσκοινα, κοιτάζω με ταραχή το άγνωστο, μεγαλόπρεπο νησί. Τι αναπάντεχη Ελλάδα! Αράδες μπροστά μου οι αμμώδεις κοκκινωποί βράχοι, που τις διακόπτουν οι σκουροκίτρινες οριζόντιες γραμμές των κάστρων. Πάνω στα κάστρα αυτά, από μακριά φαίνονται σαν μικροσκοπικά στρατιωτάκια, οι στρατιώτες που βαδίζουν κατά φάλαγγες. Λίγο πιο πάνω, σαν σκορπισμένα κοπάδια, οι σταχτογκρίζοι ελαιώνες. Ακόμα πιο πάνω ξανά οι γυμνοί, έρημοι, άγριοι και κλασσικοί βράχοι. (…) Ο ασημένιος πρωινός ουρανός διαχέει παντού το ζωογόνο, εκτυφλωτικό φως.”
Η προσπάθεια να συλλάβουν το φως στο τοπίο, στους βράχους και στη θάλασσα αλλά και στα πρόσωπα, στα μάτια των ανθρώπων, δεν ήταν πάντα επιτυχής. Κάποιες φορές, ο Λ. Μπακστ σημειώνει με απογοήτευση ότι λίγη μονάχα από την αρχαία Ελλάδα έχει απομείνει στη σύγχρονη. Πήραν μαζί τους πολλά σκίτσα και προσχέδια, τα οποία αξιοποίησαν αργότερα στη δουλειά τους.
Έφυγαν, λοιπόν, αποχαιρέτησαν την Ελλάδα, αλλά δεν αποχαιρέτησαν ποτέ αυτό που αγάπησαν. Είχαν πάντα μέσα τους τη γοητεία του φωτός και αυτό είναι κάτι που φαίνεται στα χρώματα των έργων που δημιούργησαν μετά από αυτό το ταξίδι τους, στους πίνακές τους, στα σκηνικά των αυτοκρατορικών θεάτρων της Ρωσίας, αλλά και στις λουσμένες στο φως -ακόμα και στις μουντές Μοσχοβίτικες μέρες- αίθουσες του μουσείου Καλών Τεχνών της Μόσχας.