Γράφει η Ζωή Γεωργούλα
H τέχνη δεν σιωπά, παρότι –ή ίσως ακριβώς γι’ αυτό– η κυβέρνηση έκανε και κάνει ό,τι μπορεί για να εξαθλιώσει και να απενεργοποιήσει τους δημιουργούς και τους εργαζόμενους στο χώρο της τέχνης, με αφορμή την πανδημία και τη διαχείρισή της. Αντίθετα, πρωτοφανής υπήρξε η συσπείρωση και η κινητοποίηση των εργαζομένων στο χώρο της δημιουργίας σε όλη την περίοδο της καταστροφικής διαχείρισης της υγειονομικής κρίσης. Και η καλλιτεχνική έμπνευση και έκφραση φυσικά δεν έπαψε, ακούει και μιλάει για όσα συμβαίνουν γύρω μας και μέσα μας.
Να επικοινωνήσει, ιδιαίτερα με τους νέους, επιχειρεί και ο Θεσσαλονικιός μουσικός Δημήτρης Μυστακίδης διαρκώς, και συγκεκριμένα με μια ενδιαφέρουσα μουσική προσέγγιση ενός κρητικού τραγουδιού του «Όσο βαρούν τα σίδερα». Το τραγούδι χαρακτηρίζεται ως κρητικο-ρεμπέτικο, επηρεασμένο από την κουλτούρα των προσφύγων της Μικράς Ασίας. Αποδίδεται στον ρεθυμνιώτη Στέλιο Φουσταλιέρη, από τον οποίο πρωτοηχογραφήθηκε με τη φωνή του Ιωάννη Μπερνιδάκη ή Μπαξεβάνη, το 1938. [Περισσότερα για την καταγωγή του τραγουδιού στο ιστολόγιο: videosmusicview.blogspot.com/2013/07/blog-post.html]. Έκτοτε έχει τραγουδηθεί από πολλούς καλλιτέχνες, ενδεικτικά μόνο από τους: Νίκο Ξυλούρη, Ψαραντώνη, Βασίλη Σκουλά, Χαΐνηδες, Γιάννη Χαρούλη, Μίλτο Πασχαλίδη. Αναμφίβολα δεν υπάρχει κρητικός που να μην το έχει ακούσει σε τουλάχιστον μία εκδοχή του.
Ωστόσο, ο δεξιοτέχνης της λαϊκής κιθάρας, πολύ αγαπητός στο κρητικό κοινό, Δημήτρης Μυστακίδης συνεργάστηκε με τον Απόστολο Τσαρδάκα, ο οποίος παίζει κανονάκι και κιθάρα, και το διασκεύασαν σε μια εντελώς ιδιαίτερη εκδοχή, μουσικά και στιχουργικά.
Η δωρική φωνή του Μυστακίδη ερμηνεύει τους γνωστούς μας στίχους με συνοδεία το κανονάκι. «Ο Αποστόλης Τσαρδάκας μου έστειλε το τραγούδι για να γράψω λαούτο και κιθάρες. Καθώς το δουλεύαμε μας ήρθε η σκέψη να το αξιοποιήσουμε ως σχόλιο σε αυτό που βιώνουμε», λέει στο Cretanleft.
Έτσι, μετά τα δύο πρώτα τετράστιχα, ο Δημήτρης Μυστακίδης αλλάζει ρυθμό και ξεκινά να αφηγείται σε ρυθμό χιπ χοπ έναν πόνο βιωμένο, μια θλίψη σημερινή, μια αγωνία παρούσα.
Έγινε ο θάνατος συνήθεια
άψυχα νούμερα οι άνθρωποι που φύγαν
τσουβαλιασμένα στις ειδήσεις των 7
άγνωστα ονόματα που σε μια λίστα μπήκαν
Όχι δεν είναι αριθμοί
Κάθε στιγμή κάθε ζωή έχει αξία μοναδική
και κάθε όνομα σ’ αυτή τη μαύρη λίστα
ήταν πατέρας, φίλος μάνα η αδερφή
Και ήτανε μόνοι τους την τελευταία στιγμή
κανείς δεν ήτανε εκεί να τους κρατάει το χέρι
το τελευταίο ταξίδι τους και φύγαν μόνοι
βιώνοντας τη φρίκη μιας ανάσας που τελειώνει
Δεν είναι η πρώτη φορά που ο μελετητής του ρεμπέτικου Μυστακίδης επιλέγει τη χιπ χοπ για να «μιλήσει» καλλιτεχνικά. Το είχε κάνει και πριν λίγο καιρό με το αφυπνιστικό, εξαιρετικό τραγούδι «Μίλα», σε στίχους και μουσική δικούς του, βασισμένο στο ποίημα του Τάσου Λειβαδίτη «Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος».
Ο λόγος και τότε και τώρα είναι ότι «ο τρόπος με τον οποίο εκφράζεται η χιπ χοπ είναι πιο εύκολο να ακουστεί από νέους ανθρώπους».
«Παρακολουθούσα κι εγώ τα νούμερα που δίνονται κάθε απόγευμα, αλλά μια μέρα ήταν δικός μου άνθρωπος αυτός που χάθηκε», λέει ο Δ. Μυστακίδης. «Από τις αρχές του Νοέμβρη ο κλοιός για τη Θεσσαλονίκη έσφιξε πάρα πολύ. Αρχίσαμε να έχουμε φίλους που νοσούσαν, άλλος βαρύτερα άλλος πιο ελαφρά. Αλλά κάποια στιγμή φτάσαμε να έχουμε θανάτους ανθρώπων δικών μας. Φοβηθήκαμε πραγματικά».
Δύο σημεία ξεχωρίζει ο Δ. Μυστακίδης όταν μιλά για το πώς έφτασε η υγειονομική κρίση στη Θεσσαλονίκη, αλλά και ευρύτερα στην Κεντρική Μακεδονία, σε αυτά τα επίπεδα. Αφενός τη στάση της Εκκλησίας, «θεωρώ εγκληματικό να παίζεται κλεφτοπόλεμος και να κοινωνεί ο κόσμος από την πίσω πόρτα, λες και με αυτόν τον τρόπο αποδεικνύεται η πίστη». Αφετέρου τις παλινωδίες της πολιτείας «με τα αλλοπρόσαλλα μέτρα».
«Ζούμε μια φυσική καταστροφή, στην οποία η πολιτειακή ηγεσία θα έπρεπε να ιεραρχήσει τα ζητήματα για να αρχίσει να τα λύνει. Πρώτο έπρεπε να είναι η ενίσχυση των δημόσιων νοσοκομείων, που δεν έγινε ποτέ. Δεύτερο να στηρίξει τις αδύναμες με αντικειμενικά κριτήρια κοινωνικές ομάδες, που δεν έγινε επίσης. Οι εργαζόμενοι στον πολιτισμό βρίσκονται σε πολύ δεινή θέση. Στη Θεσσαλονίκη λειτουργούμε συσσίτια για συναδέλφους μας».
Αυτές τις μέρες, μετά την πρόσφατη δημόσια παραδοχή του υπουργού Ανάπτυξης Α. Γεωργιάδη: «Κάποιοι λοιμωξιολόγοι μάς έλεγαν ότι θα έπρεπε να γίνει καραντίνα στη Θεσσαλονίκη πριν την εορτή του Αγίου Δημητρίου. Εμείς από σεβασμό στην παράδοση, στην Ορθοδοξία, στην πίστη, δεν βάλαμε καραντίνα πριν τη γιορτή του Αγίου Δημητρίου, θυμίζω ότι αυτό ήταν το βασικότερο λάθος που έγινε στη Θεσσαλονίκη», οι στίχοι του Δημήτρη Μυστακίδη και της Θεοπούλας Αρβανιτίδου ηχούν βαριά σαν σίδερα.
ΥΓ. Ακούστε επίσης από τον Δημήτρη Μυστακίδη και το πρόσφατο τραγούδι «Έχω λαλήσει», με τη συμμετοχή του Εισβολέα (Ηλία Παπανικολού) και του Βαγγέλη Γερμανού.
Ό,τι πρέπει για συντροφιά στην καραντίνα… «Τώρα τι είναι, φέτος ή πέρυσι;»