Του Μανόλη Χατζηπαναγιώτου
Στις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες η 31η Οκτωβρίου, παρά το γεγονός ότι δεν ήταν αργία, ήταν μία από τις πιο αναγνωρίσιμες μέρες ανάμεσα στον μαθητικό πληθυσμό. Ήταν η παγκόσμια Ημέρα Αποταμίευσης. Μέρες πριν κάθε σχολείο έκανε έκθεση – διαγωνισμό για την Αποταμίευση. Οι νικητές, ένα αγόρι και ένα κορίτσι (θετική διάκριση ή σεξισμός;) έπαιρναν μετά δόξης και τιμής από έναν κουμπαρά των Ταχυδρομικών Ταμιευτηρίων. Ο κουμπαράς γέμιζε όπως – όπως με τα λεφτά από τα κάλαντα και τα μπαξίσια των παππούδων. Το ενδιαφέρον των παιδιών γρήγορα ατονούσε, γιατί ο σιδερένιος κουμπαράς άνοιγε μόνο με κλειδί της Τράπεζας και ο «θησαυρός» των κερμάτων κατέληγε γρήγορα σε ένα άψυχο βιβλιάριο που διαχειριζόταν οι γονείς. Έναν τέτοιο κουμπαρά-τρόπαιο είχε κερδίσει και ο υποφαινόμενος.
Στην πραγματικότητα, η Παγκόσμια Ημέρα Αποταμίευσης είναι μια χαρακτηριστική περίπτωση συνεργασίας της Κρατικής Μηχανής με το τραπεζικό σύστημα. Καθιερώθηκε κατά τα πρώτα χρόνια του Μεσοπολέμου. Τότε το τέλος του Α΄ παγκοσμίου πολέμου έφερε μεγάλο πληθωρισμό κυρίως στα ηττημένα ευρωπαϊκά κράτη. Υπήρξε λοιπόν μια μεγάλη ανάγκη να αποκατασταθεί η λαϊκή εμπιστοσύνη στο τραπεζικό σύστημα. Να πειστούν τα μικρά και μεσαία νοικοκυριά ότι τα χρήματά τους δεν θα εξανεμιστούν στα χρηματοκιβώτια των τραπεζών και να πάψουν να τα κάνουν λίρες που φυλάγονταν μέσα σε στρώματα.
Παρόμοια κατάσταση αντιμετώπισε και το ελληνικό κράτος μετά τον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο. Κατά τη διάρκεια της κατοχής κυκλοφορούσαν τα μηδαμινής αξίας «εκατομμύρια» με τα οποία δυσκολευόσουν να αγοράσεις ένα καρβέλι ψωμί. Ήταν τα λεγόμενα «γκοτζαμάνικα» λεφτά, από το όνομα του ιταλόφιλου δωσίλογου υπουργού Οικονομίας Σωτήρη Γκοτζαμάνη.
Όταν η μετεμφυλιακή αστική τάξη έστησε την Ι.Χ. οικονομία της, νομοθετήθηκε ο δανεισμός των βιομηχανικών επενδύσεων από τα τραπεζικά αποθεματικά με ασήμαντα επιτόκια. Οι τράπεζες έπρεπε όμως να έχουν λεφτά. Στήθηκε λοιπόν μια μεγάλη προπαγανδιστική μηχανή με τη συμμετοχή των σχολείων, του Τύπου, της Εκκλησίας και κάθε φορέα όπου έφτανε το χέρι του κράτους. Υπήρχαν χρονικά διαστήματα κατά τα οποία ο πληθωρισμός ήταν διπλάσιος από το επιτόκιο καταθέσεων. Παρόλα αυτά το κράτος ωθούσε τους φτωχοδιαβόλους να καταθέτουν τα λεφτά τους στην Τράπεζα για να χάνουν και τα λίγα που είχαν. Άλλωστε αυτό που προπαγανδιζόταν δεν ήταν η σύνεση και η οικονομία (πράγμα όχι άσχημο) αλλά η τραπεζική αποταμίευση.
Ο καιρός όμως έχει γυρίσματα και κατά τις δεκαετίες του ‘80 και κυρίως του ’90 το κεφάλαιο σταμάτησε τις προσπάθειες για εκβιομηχάνιση και άρχισε να επενδύει σε αέρα κοπανιστό. Αντί να κατασκευάζει παπούτσια και έπιπλα, άρχισε να επενδύει σε μετοχές, σε ασφάλειες και σε διάφορες άλλες φούσκες. Όταν χρειαζόταν φρέσκο χρήμα τα υπουργεία μοίραζαν στους ημετέρους τα κοινοτικά κονδύλια. Τότε η τραπεζική αποταμίευση χλευάστηκε ως παλιομοδίτικη συνήθεια συνταξιούχων. Στα σχολεία σταμάτησαν να γράφονται εκθέσεις και το Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο, μετονομασμένο πια σε PostBank έβγαζε τους κουμπαράδες ως μουσειακό-διαφημιστικό είδος. Ώσπου πουλήθηκε κι αυτό στην Eurobank και ησύχασε.
Σήμερα δεν υπάρχουν καν βιβλιάρια, δεν υπάρχουν καν λεφτά που περισσεύουν στα λαϊκά νοικοκυριά. Τα παιδιά που ακόμη λένε τα κάλαντα τα ξοδεύουν (και καλά κάνουν) την ίδια μέρα σε σουβλάκια. Ίσως σε κάποιο ψηλό ράφι σκουριάζει ακόμη κανένας κουμπαράς από τα παλιά. Ένα πράγμα δεν έχει αλλάξει: η στενή συνεργασία του κράτους με το τραπεζικό σύστημα, στις περισσότερες περιπτώσεις προς όφελος του δευτέρου.