Ο άνθρωπος της Μαντζουρίας είναι μια Ταινία που αναπαριστά επάξια την κακοδαιμονία του έθνους. Ο άνθρωπος που άγεται και φέρεται από αντίπαλες δυνάμεις. Που θα παραδεχτεί τη λογική αν την ακούσει, ίσως να συγκινηθεί, ίσως και να γελάσει, ακόμη, με τη δημιουργικότητα της, αλλά, όταν ακούσει τις λέξεις που είναι βαθιά εμποτισμένες μέσα του, είναι έτοιμος να δολοφονήσει αυτόν που μέχρι χθες τον είχε διαλέξει για το χιούμορ του.
Θα πει βέβαια ο άνθρωπος της Μαντζουρίας:
-Αν δεν ήμουνα εγώ εκεί, να στέκομαι, σαν φίλος, δίπλα σου, δεν θα ‘χες πει ποτέ τα αστεία σου. Τι σημασία έχει αν μετά σε σκότωσα για το καλό του έθνους; Όχι μόνο τα λόγια σου θα μείνουν, αλλά και τα παιδιά σου θα είναι ασφαλή για να γελάσουν κάποτε και πάλι.
Ή, για να διαλέξουμε ένα λιγότερο μακάβριο παράδειγμα.
Τι σημασία έχει, όταν, αφού εξάντλησα τη δημιουργικότητα του χιούμορ σου, σε εξόρισα μονάχο σε μια φυλακή;
-Η σημασία, άνθρωπε, θα απαντήσει ο πρώην αστειευόμενος, είναι, ότι στην αγορά που θα πουλήσεις ό,τι αποκόμισες, πληρώνουν μόνο με αστεία και στους τόπους που θα πας ή θα γυρίσεις πάλι πληρώνεσαι μόνο όταν τους τα λες.
Δυστυχώς κανένας δεν είδε ποτέ κανέναν να γελά, όταν τον διακόπτει ο οποιοδήποτε αστειευόμενος, όταν, μάλιστα, αυτός ο κάποιος περνά καλά με την παρέα του, και να έχει, μάλιστα, και την απαίτηση αυτός ο όποιος να ανταμειφθεί. Και αν στους τόπους που θα πας χωρίζεις τους ανθρώπους, όσα αστεία και να πεις, αυτοί δεν θάχουνε μετά φίλους για να τους τα διηγηθούν. Άσκοπα λόγια, επομένως.
Και για να σοβαρευτούμε.
Ούτε οι χωρικοί που ο Λούθηρος έπνιξε στο αίμα στον Πόλεμο των Χωρικών χάρηκαν το 1871, με τη δημιουργία του γερμανικού κράτους από έναν Προτεστάντη, γιατί για να δημιουργήσουν ένα στάθηκαν απέναντί στον Προτεσταντισμό. Κι όμως ο Λούθηρος ακόμα πιστεύει πως για ότι έγινε φταίνε οι χωρικοί που δεν εμπόδισαν απ’ το χωράφι που ήταν δουλοπάρικοι τους Ισπανούς Καθολικούς να καταλάβουν τα ορυχεία ενός κόσμου που όλοι αγνοούσαν. Και, έτσι, αναγκάστηκε αυτός να γίνει τόσο σοβαρός στο δρόμο προς την εκκλησία, που θα τοιχοκολλούσε τη θεοποίηση της μοναξιάς.
Οι προτεστάντες σίγουρα, πάντως, δεν χάρηκαν, δυο χρόνια αργότερα, για την εξαγωγική δράση των Η. Π. Α., το 1873, ούτε όσοι στάλθηκαν για να υπηρετήσουν στο όνομα της WeltPolitik, μετά την παραίτηση του Μπισμαρκ. Και φυσικά είναι σίγουρο ότι δεν χάρηκαν οι Νεκροί του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, που ήταν αποτέλεσμα των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών της προηγούμενης πολιτικής, ούτε και οι Νεκροί του Δεύτερου, στο όνομα των αποτελεσμάτων που άφησε πίσω του ο Πρώτος.
Κι όμως, ο Λούθηρος ακόμα πιστεύει πως ένα καράβι έπρεπε να είχαν φτιάξει, αν είχανε λιγάκι τον Θεό τους.