Η απώλεια του σύντροφου Ερρίκου Γιαμαλάκη ήταν απρόσμενη. Όχι πως ο θάνατος έρχεται με ραντεβού, αλλά όταν αφορά ανθρώπους γεμάτους δύναμη ζωής σε κάθε ηλικία, μοιάζει αδόκητος. Λίγο η πανδημία, λίγο οι βιοτικές ανάγκες είχαν ελαχιστοποιήσει την άμεση ανθρώπινη επαφή και είχαμε μείνει με την εικόνα των τελευταίων δυσκολιών με την υγεία του, που κι εμείς και ο ίδιος ποτέ δεν είδαμε σαν μη διαχειρίσιμες.
Γνήσιο τέκνο της κρητικής γης ο Ερρίκος, ανήσυχη και ανυπότακτη φύση από τα μαθητικά του χρόνια στη Βιάννο, συναντάει τις ιδέες της αριστεράς και δένεται ακόμα πιο στενά με τους δρόμους της, όταν πια μεταναστεύει στην Αθήνα κι αργότερα στο Γκρατς της Αυστρίας και στη Σουηδία. Οργανώνεται στην ΕΔΑ και αργότερα στο ΚΚΕ, όταν ανασυγκροτούνται οι οργανώσεις του, λίγο πριν τη δικτατορία. Αναπτύσσει πλούσια δράση στους ελληνικούς φοιτητικούς συλλόγους και τις οργανώσεις των μεταναστών, σε μια δύσκολη εποχή, όπου κράτος και παρακράτος της δεξιάς απλώνουν το χέρι τους πολύ πιο πέρα από τα σύνορα της Ελλάδας. Εκεί τον βρίσκει και η επιβολή της στρατιωτικής δικτατορίας το 1967 και ο αγώνας του, μαζί με όλων των φοιτητών και εργαζομένων μεταναστών, εξελίσσεται σε δύσκολη αντιδικτατορική αντίσταση, με πτυχές και συναντήσεις που χαράζονται ανεξίτηλα στη μνήμη όσων τις έζησαν. Σε όλη αυτή τη διαδρομή τα ίχνη που αφήνει ο Ερρίκος είναι ορατά και παραδειγματικά. Και οι αξιακές τοποθετήσεις του σταθερές. Αυτές τον οδηγούν στην πλευρά της κομμουνιστικής ανανέωσης το 1968, στο ΚΚΕ Εσωτερικού, στην ΑΚΟΑ και στον ΣΥΡΙΖΑ κατόπιν, εδώ στην οργάνωση Χανίων.
Στη μητρώα γη Κρήτη επέστρεψε ως καθηγητής σωματικής αγωγής στο πανεπιστήμιό της και εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στα Χανιά. Εδώ είχαμε την τύχη να τον γνωρίσουμε, αν και για τη διαδρομή του μαθαίναμε από διηγήσεις άλλων, όχι δικές του. Η απώλειά του αφήνει κενό μη αναπληρώσιμο. Όχι μόνο στις γραμμές μας, όπως συνηθίζουμε να λέμε σ’ αυτές τις περιπτώσεις. Πιο πολύ στις ώρες προσωπικής συντροφικής σχέσης, που δεν αφιερώσαμε στον ίδιο – γενικά τις παραμελούμε – μέσα στη δίνη της καθημερινότητας.
Οσοι τον γνωρίσαμε από πιο κοντά, σίγουρα θα τον θυμόμαστε όσο ζούμε. Και θα φροντίσουμε να μεταδώσουμε στους νεότερους αυτή την ανάγκη να κερδίζει η μνήμη στον αγώνα με τη λήθη. Χρειαζόμαστε εφόδια για το ενδεχόμενο να συναντήσουμε ξηρασία στο μέλλον.