Του Διονύση Χιόνη*
Όσο περνούν οι ημέρες από την ανθρωποκτονία του νεαρού Άλκη Καμπανού στη Θεσσαλονίκη, τόσο συνειδητοποιώ ότι με το ζήτημα της βίας εντός ή εκτός γηπέδων ζούμε τη μέρα της μαρμότας στην Ελλάδα. Επανεμφανίζεται στην κοινωνία μας ένα έγκλημα αφανισμού, όπως λένε στην Εγκληματολογία, ως απότοκο του προβλήματος της «βίας στα γήπεδα», όπως λέγαμε παλιότερα, που μας ταλανίζει τα τελευταία 30 χρόνια και για το οποίο δεν έχει υιοθετηθεί σοβαρή λύση πέρα από τις αυστηροποιήσεις του νομοθετικού πλαισίου. Αδυνατώ να ανακαλέσω ουσιαστικές ενέργειες από την Πολιτεία που να αποσκοπούν στο να περιοριστεί το φαινόμενο συνολικά και όχι μόνο στο να μεταφερθεί από το γήπεδο στη γειτονιά, τη στιγμή μάλιστα που η σημαντικότερη ειδοποιός διαφορά της βίας, όπως αυτή εμφανίζεται στην κοινωνία μας προϊόντος του χρόνου, είναι ότι πλέον τα μαχαίρια βγαίνουν πιο εύκολα και δεν βγαίνουν μόνο για εκφοβισμό.
Γενικότερα σε τέτοιες περιπτώσεις, τα πρόσωπα που έχουν εμπλακεί σε βίαια επεισόδια μέσα στα γήπεδα ή και έξω από αυτά, τόσο οι δράστες όσο και τα θύματα είναι ως επί το πλείστον νέοι άνθρωποι, ακόμα και ανήλικοι. Σύμφωνα με σχετική μελέτη, οι ακραίοι οπαδοί συνήθως προέρχονται από διαλυµένες – αν και όχι απαραίτητα – φτωχές οικογένειες και δεν έχουν καλή επικοινωνία µε τους γονείς τους, τους καθηγητές ή τους συµµαθητές τους. Ακόµη, στις περιπτώσεις εκείνες που εγκαταλείπουν το σχολείο – κάτι το οποίο συµβαίνει συχνά – δεν µπορούν εύκολα να βρουν µια σταθερή δουλειά ή αυτή που βρίσκουν είναι συνήθως ψυχολογικά καταπιεστική γι΄ αυτούς, χωρίς προοπτικές µέλλοντος. Στρέφονται εποµένως σε περιθωριακές οµάδες ή υποκουλτούρες και, συγκεκριµένα, στους οργανωµένους συνδέσµους οπαδών, όπου ελπίζουν, όπως αναφέρθηκε ήδη, να βρουν ανακούφιση και µια αίσθηση ότι αξίζουν κάτι, έστω και αν αυτή η αίσθηση επιτυγχάνεται κυρίως µέσα από ενέργειες που φανερώνουν αρνητισµό, πρόκληση και αποκλίνουσα συµπεριφορά. Ίσως, τελικά, προτιµούν µιαν αρνητική ταυτότητα, από το να µην έχουν καθόλου ταυτότητα και ασπάζονται από νωρίς τις αρχές της υποκουλτούρας της βίας, που κυριαρχεί σε αυτούς τους χώρους που συχνά φλερτάρουν με αυτό που καλείται «περιθώριο». Οι αρχές αυτές αναγνωρίζουν ως πράξεις κύρους στην υπο-ομάδα τις επιθετικές ενέργειες ενός ιδιότυπου αναρτοπολέμου εναντίον των αντιπάλων που εκλαμβάνονται ως εχθροί και όσοι επιθυμούν να διακριθούν ως «πρωτοπαλίκαρα» φτάνουν στην έκλυση ακραίας βίας σε βάρος όχι μόνο των ακραίων οπαδών της απέναντι πλευράς, αλλά ακόμα και σε βάρος ανυποψίαστων θυμάτων που τυχαίνει να συμπαθούν άλλη ομάδα.
Σε ατοµικό επίπεδο, η συµπεριφορά των ακραίων οπαδών µπορεί να ερευνηθεί κυρίως από την άποψη της αναπτυξιακής ψυχολογίας, µε έµφαση στα ψυχολογικά χαρακτηριστικά των εφήβων (ιδιαίτερα των αγοριών), που επιζητούν, ως γνωστόν, την αίσθηση της δυνατής συγκίνησης, της σύγκρουσης, της αµφισβήτησης απέναντι στις Αρχές και της προσωπικής ανεξαρτησίας. Τα περισσότερα από τα χαρακτηριστικά αυτά είναι έκδηλα προπάντων στους εφήβους της εργατικής τάξης, για τους οποίους το πρότυπο της αρρενωπότητας, σύµφωνα µε τις έρευνες της Σχολής του Σικάγου, διαδραµατίζει έναν σηµαντικό ρόλο.
Μία ανθρωποκτονία με πρόθεση είναι ούτως ή άλλως σοκαριστική και πάντοτε προκαλεί το ενδιαφέρον των ΜΜΕ, όπως συμβαίνει και σήμερα ακόμα με την υπόθεση της ανθρωποκτονίας στη Θεσσαλονίκη. Στην προκειμένη περίπτωση, όμως, δεν πρόκειται για μια σύγκρουση στρατών οπαδών, όπως για παράδειγμα συνέβη στη Λεωφόρο Λαυρίου παλαιότερα. Το θύμα που έχασε τη ζωή του ήταν αμέτοχο σε τέτοια περιστατικά βίας, δεν ήταν καν «οργανωμένος» οπαδός, ήταν ένας νέος άνθρωπος που «άραζε» με τους φίλους του στη γειτονιά του εντελώς ανυποψίαστος, οι δράστες τον ρώτησαν επίμονα και πιεστικά ποια ομάδα υποστηρίζει και μόλις απάντησε έγινε θύμα ανθρωποκτονίας με πρόθεση, επειδή εκείνοι υποστήριζαν ομάδα με διαφορετικά χρώματα. Και μάλιστα εν προκειμένω υπάρχουν πολλοί εμπλεκόμενοι δράστες εναντίον τριών-τεσσάρων εντελώς ανυποψίαστων θυμάτων (μην ξεχνάμε ότι εκτός του άτυχου Άλκη που έχασε τη ζωή του, υπήρξαν και τραυματίες). Επιπλέον, η δράση των κατηγορουμένων ήταν οργανωμένη, συντονισμένη και με συγκεκριμένη μέθοδο και στόχευση στη διάπραξη εγκλημάτων κατά της ζωής των θυμάτων (ανθρωποκτονία με πρόθεση τετελεσμένη και σε απόπειρα).
Αυτά, λοιπόν, είναι τα σοκαριστικά κύρια χαρακτηριστικά που καθιστούν την υπόθεση ιδιαίτερη: Η πλήρης αποστασιοποίηση των νεαρής ηλικίας θυμάτων από έκνομες συμπεριφορές οργανωμένων οπαδών, ο μεγάλος αριθμός των δραστών και η δράση τους με κανόνες οργανωμένης εγκληματικής ομάδας. Περαιτέρω, δεν πρέπει να λανθάνει της προσοχής μας και το στοιχείο της χρονικής εγγύτητας με την προηγούμενη ανθρωποκτονία του Βούλγαρου Μπόσκο, όπως και με άλλα περιστατικά ακραίας εκδήλωσης βίας στη Θεσσαλονίκη από αποκαλούμενους «οπαδούς». Από το 1983 και την υπόθεση Μπλιώνα μετά, χάνουν άνθρωποι τη ζωή τους στην χώρα μας σε περιπτώσεις όπου η συνισταμένη της οπαδικής βίας διαδραματίζει σοβαρό ρόλο άμεσα ή έμμεσα. Σπάνιες είναι, όμως, οι περιπτώσεις που σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα έχουμε σε ένα συγκεκριμένο γεωγραφικά προσδιορισμένο χώρο τόσα συνεχόμενα συμβάντα έκλυσης ακραίας βίας σε βάρος νέων ανθρώπων.
Δεν είναι η πρώτη φορά που ένας άνθρωπος αμέτοχος θυματοποιείται και χάνει τη ζωή του στο όνομα της οπαδικής βίας. Ενδεικτικά, το 2008 στην Αθήνα συνέβη ένα περιστατικό με σημαντικές ομοιότητες: Τρεις άνθρωποι μετά από έναν τελικό Κυπέλλου που έχασε η ομάδα τους, βγήκαν στους δρόμους της Αθήνας με αυτοκίνητο ψάχνοντας οπαδούς της αντίπαλης ομάδας. Δεν βρήκαν στο δρόμο και άρχισαν να επισκέπτονται καφετέριες, ώσπου τελικά εντόπισαν κάποιους που υποστηρίζαν την αντίπαλη ομάδα. Τότε μπήκε σε λειτουργία το εγκληματικό σχέδιό τους: ένας εκ των τριών έμεινε στο ΙΧ με αναμμένη τη μηχανή, ο δεύτερος έβγαλε μαχαίρι και επιτέθηκε στο θώρακα δύο εκ των «εχθρών», με αποτέλεσμα ο ένας εξ αυτών να χάσει τη ζωή του και ο δεύτερος να σωθεί λόγω της έγκαιρης ιατρικής επέμβασης στο νοσοκομείο που μεταφέρθηκε. Ο δε τρίτος δράστης καθ’ όλη τη διάρκεια του περιστατικού κραδαίνοντας ένα πτυσσόμενο γκλοπ απειλούσε όποιον έδειχνε την πρόθεση να αμυνθεί για λογαριασμό των θυμάτων. Η υπόθεση αυτή έφτασε στο Σύστημα Ποινικής Δικαιοσύνης, οι δράστες καταδικάστηκαν αμετάκλητα, έστω και σχεδόν δέκα χρόνια αργότερα και οι λεπτομέρειες της υπόθεσης είναι ανατριχιαστικές όσον αφορά τις παραμέτρους της υποκουλτούρας της βίας.
Η στάση της λεγόμενης κοινής γνώμης σήμερα είναι ενθαρρυντική, εκτός από θλιβερές μειονότητες, και ίσως πρωτοφανής σε έκταση λόγω και της τεράστιας δυναμικής των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, όμως θεωρώ ότι δεν αρκεί για να αλλάξει την αρνητική κατάσταση. Είναι πολύ υγιές και άκρως θετικό να υπάρχουν μηνύματα συμπαράστασης και ταυτόχρονα αποστροφής γι’ αυτό που συνέβη, όμως αν δεν παρέμβει η Πολιτεία για να λάβει ουσιαστικά μέτρα και να συντονίσει κι άλλους φορείς που μπορούν και υποχρεούνται να συμβάλουν, όπως είναι οι σύνδεσμοι οργανωμένων οπαδών (που γλαφυρά αναφέρονται στο νομικό μας πλαίσιο ως «λέσχες φιλάθλων»), τα αθλητικά σωματεία ή ΠΑΕ, ΚΑΕ κ.λπ., δεν θα περιοριστεί το φαινόμενο. Πολλοί διαφορετικοί φορείς και παράγοντες θα πρέπει να καθίσουν στο ίδιο τραπέζι με ειλικρινείς προθέσεις εξεύρεσης βιώσιμης λύσης και με κοινή θέση ότι η βία δεν έχει χρώματα, άρα δεν υπάρχουν οι δικοί μας και οι άλλοι οπαδοί. Πολύ φοβάμαι πως και πάλι δεν θα υλοποιηθεί ουσιαστικό σχέδιο αντιμετώπισης του φαινομένου, όπως δείχνει το πρόσφατο παρελθόν κι ας είναι σαφές ότι δεν αρκούν πλέον οι συστάσεις επιτροπών με διάφορους σοφούς και «σοφούς», οι αυστηροποιήσεις του νομικού πλαισίου, οι μεμονωμένες συλλήψεις και οι σποραδικές καταδίκες δραστών. Πέρα από τα παραπάνω χρειάζεται κοινωνική συσπείρωση των υγιών φιλάθλων, του Τύπου και των επιστημόνων (εγκληματολόγοι, κοινωνιολόγοι, ψυχολόγοι, κ.λπ.) που θα συνδράμουν στην όποια προσπάθεια τυχόν γίνει για να υπάρξει ένα ρεαλιστικό σχέδιο καταπολέμησης της ακραίας βίας που εμφανίζεται με αφορμή τις αθλητικές ομάδες.
Προς το παρόν ας μην γελιόμαστε: Η μέρα της μαρμότας είναι και πάλι εδώ και δεν φαίνεται να υπάρχει η πρόθεση να σταματήσει ο κύκλος επανεμφάνισής της. Τα κροκοδείλια δάκρυα ομάδων και Πολιτείας και πάλι θα στεγνώσουν γρήγορα, μέχρι την επόμενη φορά που θα χρειαστεί να επιστρατευθεί το κουραστικό και ντροπιαστικό κλισέ των αρμοδίων ότι «οι δράστες θα εντοπιστούν και θα τιμωρηθούν παραδειγματικά και το μαχαίρι θα φτάσει στο κόκκαλο».
Δυστυχώς μέχρι τώρα τα μαχαίρια που φτάνουν στο κόκκαλο είναι αυτά των ανθρωποκτόνων που εμφανίζονται με την προβιά οπαδών και στρέφονται κατά της ζωής νέων ανθρώπων, όμως κανείς υπεύθυνος δεν φαίνεται να ασχολείται με την ρεαλιστική γενική και ειδική πρόληψη τέτοιων εγκλημάτων.
*ο Διονύσης Χιόνης είναι δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω, ΜΔΕ Εγκληματολογίας