Του Διονύση Χιόνη*
Μοιάζει σκηνή από κινηματογραφική ταινία που εκτυλίσσεται σε ένα δυστοπικό περιβάλλον: μια κοπέλα γράφει με μαρκαδόρο σε ένα ερμητικά κλειστό παράθυρο «θάνατος στους παιδοκτόνους», την ώρα που πλήθος κόσμου πίσω της έχει σηκώσει τα κινητά και καταγράφει το τίποτα. Λίγο νωρίτερα, η ίδια κοπέλα μαζί με άλλες κλωτσούν και χτυπούν έντονα τη διπλανή εξώπορτα φωνάζοντας εν εξάλλω «βγείτε όλοι έξω τώρα», κρατώντας στο χέρι κινητό και καφέ αντίστοιχα. Λίγο αργότερα, τα μικρόφωνα των δημοσιογράφων στρέφονται προς το πλήθος και αρχίζουν οι δηλώσεις: «μη μιλήσει κανείς για αρρώστια», «δώστε τη σε εμάς», «μας κοροϊδεύει τόσο καιρό»…
Όλα αυτά πράγματι συνέβησαν κάπου στην Πάτρα, με φόντο τον θάνατο τριών μικρών παιδιών, τα media και το κοινό. Τηλεοπτικό και διαδικτυακό. Με την μεσαιωνική δίψα του για αίμα και τις φαντασιώσεις για κρεμάλες στο Σύνταγμα ή στην Πλατεία Αγίου Γεωργίου. Χωρίς δίκη και απόφαση δικαστηρίου, φυσικά.
Ξέρετε πότε εκτελέστηκε ο τελευταίος θανατοποινίτης στην Ελλάδα; Το 1972, στο Ηράκλειο της Κρήτης. Ξέρετε γιατί είχε καταδικαστεί; Επειδή είχε βάλει φωτιά στο σπίτι του και κάηκαν ζωντανοί η εν διαστάσει σύζυγός του, η πεθερά του και τα δυο παιδιά του, ηλικίας τριών και ενός έτους. Τον έλεγαν Βασίλη Λυμπέρη και εκτελέστηκε δια τυφεκισμού.
Από τότε έχει περάσει μισός αιώνας. Κι όμως, ακόμα ακούμε φωνές για αυτοδικία και επαναφορά της θανατικής ποινής που έχει από χρόνια καταργηθεί στην Ελλάδα αλλά και στις 46 χώρες του Συμβουλίου της Ευρώπης. Τυπικά, η ολική κατάργηση επήλθε με το 13ο πρωτόκολλο της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, το οποίο τέθηκε σε εφαρμογή το 2003. Τυπικά, γιατί δίχως να εφαρμόζεται προβλεπόταν σε ορισμένες έννομες τάξεις μόνο «στα χαρτιά».
Τις μεσαιωνικές κραυγές του κοινού μέσω των social media – και όχι μόνο – σιγοντάρει, συντηρεί και επιδεινώνει εμμέσως και μερίδα ΜΜΕ, ειδικά όταν μια υπόθεση «πουλάει» για διάφορους λόγους. Με το αόριστο και επισφαλές αυτό κριτήριο, καταλήγει να δίνεται ανισομερής μιντιακή βαρύτητα σε βαριά και ειδεχθή εγκλήματα της ίδιας περιόδου (όπως αυτό της Ανδραβίδας, με θύματα μικρά παιδιά και τους γονείς τους). Κάπως έτσι, για όσα εγκλήματα «πουλάνε», το νερό στο μύλο της «ενημέρωσης» δεν παύει να ρέει με τηλεδίκες και ειλημμένες καταδικαστικές αποφάσεις από κοινό και «ειδικούς», που την μία εβδομάδα είναι διεθνολόγοι και την επόμενη εγκληματολόγοι ή ιατροδικαστές. Όλα τα παραπάνω, σε συνδυασμό και με άλλους παράγοντες, οδηγούν «αυθορμήτως» έξω από το σπίτι της κατηγορούμενης το πλήθος να ζητά να εφαρμοστεί ο νόμος – όχι της Πολιτείας αλλά αυτός – του Λιντς! Τη στιγμή της παραπάνω σκηνής, σε ένα παράλληλο σύμπαν, μεσαιωνικές μάγισσες καίνε τα ραβδιά τους γελώντας και παραδίνουν στη φωτιά έννοιες, όπως το κράτος δικαίου, το τεκμήριο αθωότητας και η δίκαιη δίκη.
Σε ένα κράτος δικαίου, ο νομικός πολιτισμός επιβάλλει να προβλέπεται και να ακολουθείται συγκεκριμένη ποινική διαδικασία για την εξακρίβωση μιας αξιόποινης πράξης, για τη δίωξη των κατηγορουμένων, για την ανάκριση, για τη διαδικασία στο ακροατήριο σε πρώτο βαθμό, σε δεύτερο βαθμό και στο Ακυρωτικό μας Δικαστήριο, τον Άρειο Πάγο. Τα δε Δικαστήρια επί κακουργημάτων, όπως η ανθρωποκτονία (και όχι παιδοκτονία, καθότι άλλο 299 ΠΚ και άλλο 303 ΠΚ) αποτελούνται, πέρα από τον Εισαγγελέα, από τακτικούς δικαστές (τρεις «επαγγελματίες») και ενόρκους (τέσσερις πολίτες) και δικάζουν βάσει ουσιαστικών και δικονομικών νόμων που προβλέπουν εξασφάλιση υπερασπιστικών δικαιωμάτων του κατηγορουμένου. Εξετάζουν τα αποδεικτικά μέσα και τα στοιχεία της δικογραφίας, υποβάλλουν ερωτήσεις στους μάρτυρες, συμβουλεύονται ειδικούς πραγματογνώμονες, ακούν την απολογία του/της κατηγορουμένου/ης και τις αγορεύσεις των συνηγόρων υπεράσπισης και υποστήριξης της κατηγορίας και αποφασίζουν.
Τεκμήριο αθωότητας σημαίνει ότι οι ύποπτοι και οι κατηγορούμενοι τεκμαίρονται αθώοι μέχρι να αποδειχθεί η ενοχή τους σύμφωνα με τον νόμο, όπως αναφέρθηκε αμέσως προηγουμένως. Μόλις που πρέπει να σημειωθεί ότι ακόμη κι αν ένας φερόμενος δράστης ομολόγησε ή «ομολόγησε» σε οποιοδήποτε στάδιο της ποινικής διαδικασίας, δεν σημαίνει ότι έχει αυτομάτως παραιτηθεί από το τεκμήριο της αθωότητάς του. Κατά πάγια νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, το τεκμήριο αθωότητας θεωρείται στοιχείο της δίκαιης δίκης. Επιπλέον, ας υπογραμμιστεί ότι η κοινοποίηση του περιεχομένου της ανάκρισης παραβιάζει την αρχή της μυστικότητας που διέπει την ανακριτική διαδικασία και συνεπάγεται πειθαρχικές και ποινικές ευθύνες για τους υπεύθυνους.
Κι όλα αυτά τη στιγμή που νομικά προβλέπεται ότι τα media υποχρεούνται να σέβονται την αρχή ότι ο κατηγορούμενος τεκμαίρεται αθώος μέχρι την αμετάκλητη καταδίκη του και συνεπώς απαγορεύεται να προεξοφλείται το αποτέλεσμα της δίκης και οι κατηγορούμενοι να αναφέρονται, άμεσα ή έμμεσα, ως ένοχοι. Ο φερόμενος ως δράστης δεν πρέπει να αναφέρεται με απαξιωτικούς για το πρόσωπό του χαρακτηρισμούς, ούτε να γίνεται αναφορά σε αυτόν με μοναδικό προσδιορισμό την εθνοτική του καταγωγή ή το θρήσκευμά του. Επιπλέον, δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιείται εικόνα, ούτε να αναφέρεται όνομα, ούτε να γίνεται με άλλο τρόπο σαφής η ταυτότητα συγγενών κατηγορουμένου ή καταδικασθέντος σε αξιόποινες πράξεις, εκτός αν η αναφορά είναι απολύτως αναγκαία για την έκθεση των γεγονότων.
Τελικά, όπως είναι αναπόφευκτο, η εκδίκαση της υπόθεσης από ΜΜΕ και πολίτες μέσω των social media συνεπάγεται τον επηρεασμό της κρίσης των τακτικών και λαϊκών δικαστών και κατ’ επέκταση της αμεροληψίας του Δικαστηρίου που καλείται να δικάσει αργότερα (για την ακρίβεια πολύ, πολύ αργότερα). Όπως έκρινε το ΕυρΔΔΑ στην υπόθεση Wοrm κατά Αυστρίας στην απόφαση της 29 Αυγούστου 1997: «Δεν αποκλείεται εάν το κοινό εθιστεί στο σύνηθες θέαμα των ψευδοδικών που παρουσιάζονται στα ΜΜΕ, να έχει αυτό αργότερα εξαιρετικά αρνητικές συνέπειες στην αποδοχή του δικαστηρίου ως του κατάλληλου χώρου κρίσης για την αθωότητα ή την ενοχή των βαρυνομένων με τις κατηγορίες ποινικής φύσεως».
«Καμιά ποινή δεν είναι αρκετή για τέτοιο έγκλημα»
Νομίζω ότι φτάσαμε ήδη σε αυτό το επικίνδυνο σημείο. Η κρίση των ΜΜΕ και του κοινού για το κάθε έγκλημα κυκλοφορεί αστραπιαία πια στο διαδίκτυο, πριν καν υπάρξουν ενδείξεις ή αποδείξεις, η απόφαση επί της ενοχής των δραστών έπεται με διαφορά λίγων κλικ και απομένει η απόφαση επί της ποινής. Αυτό πια είναι το εύκολο κομμάτι: Θάνατος! Και όσο πιο βάρβαρος, τόσο το καλύτερο. Στα social media, η άποψη κυκλοφορεί γυμνή, στα media καλυμμένη πίσω από τίτλους, όπως «καμιά ποινή δεν είναι αρκετή για τέτοιο έγκλημα».
Και το απόκοσμο γέλιο των μαγισσών ακούγεται στα μέρη μας πλέον με εκκωφαντικό τρόπο…
*ο Διονύσης Χιόνης είναι δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω, ΜΔΕ Εγκληματολογίας
{Τίτλος κλεμμένος από στιχάκι του Μίλτου Πασχαλίδη, Νεράιδα δίχως παραμύθι}