Του Νίκου Γιαννόπουλου
Αναζωογονητικές οι εκδρομές στα πέριξ των Αθηνών, έστω και για 48 ώρες μόνο. Διαπιστώνεις τις κρυφές, και άρα καθόλου διαφημισμένες, ομορφιές του τόπου, παίρνεις μία αύρα από τη ζωή στην επαρχία, κοιμάσαι στις 11 το βράδυ και ξυπνάς άκοπα στις 8 το πρωί και άλλα πολλά που στις τσιμεντουπόλεις του ακραίου στρες απλά δεν μπορούν να γίνουν.
Πέριξ των Αθηνών εν έτει 2022 βρίσκεται και η Αρκαδία. Σε μιάμιση ώρα με το ρολόι, χωρίς εξαλλοσύνες στην οδήγηση, βρίσκεσαι από την Αθήνα στην Τρίπολη. Για να απολαύσεις όλα τα παραπάνω αλλά και να συμπεράνεις, με μία διόλου ευχάριστη προβολή στο κοντινό μέλλον, ότι η Ελλάδα δεν παράγει, δεν καλλιεργεί παρά ελάχιστα πράγματα.
Βαρέθηκε το μάτι από τη Νεστάνη μέχρι τα Κάψια να παρατηρεί χέρσα χωράφια, πραγματικά φιλέτα, να έχουν μετατραπεί σε βοσκοτόπια. Τρων τα πρόβατα και τα κατσίκια με την ψυχή τους, εκτάσεις ολόκληρες, μέχρι εκεί που τελειώνει ο ορίζοντας. Λες «γαμώτο, γιατί; Χθες αγόρασα στο σούπερ μάρκετ μαρούλια Ιταλίας και λεμόνια Χιλής…».
Εν συνεχεία επιστρέφεις σπίτι, ανοίγεις εφημερίδα (καταραμένη, ώρες-ώρες, αυτή η συνήθεια) και το ασκημένο στις γραμματοσειρές των ειδήσεων μάτι σου πέφτει σε ένα ιδιαίτερο ρεπορτάζ. Αντιγράφουμε από την ΕΦΣΥΝ του Σαββάτου: «Στο μαλακό σιτάρι καλύπτουμε μόνο το 10% των αναγκών μας, τα υπόλοιπα είναι εισαγόμενα». Η φράση ανήκει στον Χαράλαμπο Κασίμη, Καθηγητή του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθήνων και αλιεύτηκε από το (εξαιρετικό) ρεπορτάζ της Αφροδίτης Τζιάντζη.
Το νούμερο είναι σοκαριστικό! Το 90% των αναγκών της χώρας σε μαλακό σιτάρι εισάγεται, ενώ εκτάσεις επί εκτάσεων στην Ελλάδα παραμένουν, πεισματικά θα έλεγε κανείς, ακαλλιέργητες. Και κανείς, μα κανείς, δεν κάνει κάτι γι’ αυτό.
Το πρόβλημα εισέβαλε με ορμητικό τρόπο στην επικαιρότητα λόγω του Ρωσοουκρανικού πολέμου. Και οι δύο χώρες εξάγουν σιτηρά στην Ελλάδα. Τώρα η μεν Ρωσία δεν μπορεί να εξάγει λόγω των κυρώσεων, η μεν Ουκρανία γιατί σε λίγο δεν θα έχει παραγωγή λόγω του πολέμου στο έδαφός της. Το αντιληφθήκατε οι περισσότεροι από εσάς όταν διαβάσετε τις σχετικές ειδοποιήσεις στα σούπερ μάρκετ ότι δεν μπορείτε να προμηθευτείτε όσο αλεύρι θέλετε.
Πέρα όμως από την επιτακτικότητά του, το πρόβλημα αναδεικνύει και τις εγκληματικές πολιτικές που ακολουθήθηκαν τουλάχιστον τα τελευταία 40 χρόνια στην Ελλάδα και συνέβαλαν στην ερημοποίηση της υπαίθρου και στην «αργία» της γης. Οκ, το επάγγελμα του αγρότη ποτέ δεν θα αποτελεί όνειρο για ένα νέο, αλλά η Ελλάδα πήγε στο άλλο άκρο και από σχεδόν αμιγώς γεωργική χώρα στα μέχρι και τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα, έφτασε να θεωρείται χώρα αποκλειστικά υπηρεσιών, τουριστικών και άλλων.
Από (γεωργική) παραγωγή, λίγα πράγματα. Η διατροφική επάρκεια της χώρας αποτελεί ζητούμενο και όχι δεδομένο, ζητούμενο που αποκτά δραματικό χαρακτήρα τώρα που ο σιτοβολώνας της Ευρώπης βρίσκεται στο έλεος του πολέμου του Πούτιν. Αν σ’ αυτό προσθέσει κανείς και την αποβιομηχάνιση της χώρας από την είσοδο στην ΕΟΚ και έπειτα, έχει να κάνει με το τέλειο έγκλημα. Η όποια παραγωγική βάση της ελληνικής οικονομίας σχεδόν διαλύθηκε και απολύτως φυσιολογικά το εμπορικό ισοζύγιο παρουσιάζει συνεχώς τεράστιο έλλειμμα. Και πως να μην παρουσιάζει όταν εισάγουμε ακόμα και… μαρούλια;
Δεν άλλαξε μόνο το μοντέλο της ελληνικής οικονομίας. Δυστυχώς, άλλαξαν και οι νοοτροπίες. Οι νέοι προτιμούν ακόμη ένα πολύ χαμηλό μεροκάματο στις πόλεις από το να καθίσουν στον τόπο τους και να καλλιεργήσουν τη γη. Όσοι το κάνουν, λογικά προχωρούν στην επιλογή εξ ανάγκης, δεν μπορούν να διεκδικήσουν κάτι φαινομενικά καλύτερο.
Ίσως ξεχνούν ή αγνοούν ότι η ενασχόληση με την αγροτική παραγωγή δεν έχει καμία σχέση με αυτό που είχαν να αντιμετωπίσουν οι γονείς τους και οι παππούδες τους 40 και 50 χρόνια πριν. Η τεχνολογία, πια, διαδραματίζει πρωτεύοντα ρόλο στη γεωργία, ο σωματικός κόπος είναι λιγότερος, η δουλειά περισσότερο ποιοτική. Την ίδια ώρα, οι μισθοί στις θέσεις εργασίας στις υπηρεσίες παραμένουν καθηλωμένοι ή στην καλύτερη των περιπτώσεων αυξάνονται με ρυθμούς χελώνας. Υπό φυσιολογικές συνθήκες δεν θα έπρεπε καν να υπάρχει το δίλημμα αγρότης (με δική του γη) ή γκαρσόνι…
Δεν πρόκειται βέβαια για ιδεατή κατάσταση. Όταν μιλάμε για ενασχόληση με τη γη, μιλάμε για δραστηριότητα που εξαρτάται από ένα σωρό εξωγενείς παράγοντες και κυρίως τον καιρό αλλά σε τελική ανάλυση σ’ αυτή τη ζωή τα πάντα ενέχουν ένα, μικρό έστω, ρίσκο. Δουλεύεις πάντως για σένα, είσαι κύριος του εαυτού σου, δεν είναι μικρό πράγμα αυτό.
Χρειάζονται – εννοείται – περισσότερα κίνητρα από την πλευρά του κράτους, εργαλεία – χρηματοδοτικά και άλλα – που θα βοηθούν την παραγωγή και τον καθημερινό μόχθο του αγρότη. Αλλά πάνω απ’ όλα απαιτείται μία εθνική στρατηγική η οποία θα έχει ως πρωτεύοντα στόχο την αύξηση του ποσοστού της διατροφικής επάρκειας της χώρας, τη μείωση των εισαγωγών και την αύξηση των εξαγωγών.
Και αν τέλος πάντων, ο εγχώριος πληθυσμός δεν επιθυμεί, για τους δικούς του σεβαστούς λόγους, να ασχοληθεί με την καλλιέργεια της γης, υπάρχουν και οι πρόσφυγες. Μία τολμηρή πολιτική απόδοσης γης για μεγάλα χρονικά διαστήματα σε πρόσφυγες που επιθυμούν να εργαστούν ως αγρότες στην Ελλάδα, θα μπορούσε να προσφέρει διεξόδους και να δώσει το φιλί της ζωής στην ερημωμένη ελληνική επαρχία, από την Κρήτη έως τον Έβρο.
Όπως οι Αλβανοί, κατά κύριο λόγο, βρήκαν τη δική τους θέση στο ελληνικό οικονομικό γίγνεσθαι τη δεκαετία του ’90, παρά την πολλές φορές ανοιχτά ρατσιστική αντιμετώπισή τους, έτσι και οι πρόσφυγες από την Ασία και την Αφρική θα μπορέσουν, εφόσον τους επιτραπεί, αφενός να νικήσουν τις ρατσιστικές δεισιδαιμονίες και αφετέρου να αναστήσουν την ελληνική αγροτική παραγωγή.
Αυτή ναι, θα ήταν μία πραγματικά πατριωτική πολιτική, με την έννοια ότι θα έλυνε το γόρδιο δεσμό ενός προβλήματος που απειλεί τους Ελληνες ακόμη και με πείνα τους επόμενους μήνες/χρόνια. Αλλά ο πραγματικός πατριωτισμός δεν πουλάει στα social media γιατί δεν έχει αναφορές στα παλιά προγονικά μεγαλεία, παρά μόνο στις επείγουσες καταστάσεις του παρόντος και στις ελπίδες για το μέλλον…