Του Νίκου Γιαννόπουλου
Το 1989 το τείχος του Βερολίνου έπεσε, ο δρόμος για την επανένωση των δύο Γερμανιών άνοιξε, ο υπαρκτός (ανύπαρκτος, στην πραγματικότητα) σοσιαλισμός δέχθηκε αποφασιστικό χτύπημα. Το σπυρί που είχε ήδη κακοφορμίσει έσταξε πύον…
Μικροί τότε, αλλά όχι τόσο αφελείς όσο οι μεγάλοι νόμιζαν, διαβάζαμε πονήματα περί του τέλους της ιστορίας και της μεγάλης ευκαιρίας που ανοιγόταν για τον κόσμο να ζήσει σ’ ένα μέλλον απαλλαγμένο από το άγχος του ψυχρού πολέμου, σ’ ένα μέλλον χωρίς παρανοϊκή βία.
Μικροί ήμασταν και τα πιστέψαμε. Γιατί στα παιδιά αρέσουν οι αισιόδοξες ιστορίες. Πίστεψαν επίσης και μεγάλοι. Γιατί, όλοι κατά βάθος, είναι παιδιά. Δεν το πίστεψε όμως η πραγματικότητα του καπιταλισμού. Ακόμα και πριν την οριστική κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, τα πρώτα δυσοίωνα μηνύματα είχαν δοθεί, με τον πόλεμο του Κόλπου στον οποίο οι ΗΠΑ και η ασύλληπτη τηλεοπτική προπαγάνδα του CNN πρωταγωνίστησαν.
Έκτοτε, καταλάβαμε ότι ο μετά τον ψυχρό πόλεμο κόσμος μας επιφύλασσε ακόμη περισσότερη βία, ακόμα περισσότερο αίμα, ακόμη περισσότερη εκμετάλλευση και οικονομική αβεβαιότητα για τους πολλούς. Βιώσαμε τον καταστροφικό εμφύλιο στη Γιουγκοσλαβία, χώρα που πάση θυσία έπρεπε να διαλυθεί, τους ΝΑΤΟικούς βομβαρδισμούς στη Σερβία, την νέα επέμβαση της Δύσης στο Ιράκ και το Αφγανιστάν, τη βίαιη αλλαγή του status quo στη Λιβύη, τη σφαγή αμάχων και πεινασμένων στην Υεμένη.
Αυτός ήταν λοιπόν ο κόσμος χωρίς πόλεμο για τον οποίο μας μιλούσαν οι αναλυτές το 1989. Σ’ αυτόν τον κόσμο αρχικά πιστέψαμε και κάποιοι στην αριστερά, ξεχνώντας ότι μπορεί ο ψυχρός πόλεμος να πέθανε αλλά ο καπιταλισμός παρέμενε ολοζώντανος, σφριγηλός, νικητής και τροπαιούχος.
Χωρίς εμφανή αντίπαλο, το οικονομικό σύστημα που κυβερνά τον κόσμο αφέθηκε ελεύθερο στην ασυδοσία και μέσα σε τριάντα χρόνια κατέστρεψε σχεδόν τα πάντα. Λεηλάτησε τους φυσικούς πόρους, επιτάχυνε την κλιματική αλλαγή και φυσικά δεν παρέλειψε να παίξει με το αγαπημένο του παιχνίδι. Τον πόλεμο. Θρέφεται μέσα από τον πόλεμο αυτό το άπληστο θηρίο, το ξέρουμε καλά πλέον.
Η Ρωσία, που ανακάλυψε τον καπιταλισμό τα τελευταία τριάντα χρόνια, αποτελεί μία ιδιάζουσα περίπτωση. Κυβερνιέται απολυταρχικά με μία κατ’ επίφασιν δημοκρατία κομμένη και ραμμένη στα μέτρα του νέου τσάρου, Βλαντίμιρ Πούτιν. Ως καπιταλιστική δύναμη που σέβεται τον εαυτό της, η Ρωσία επιχείρησε να ενισχύσει το ρόλο της στη διεθνή ισορροπία δυνάμεων και από ό,τι φαίνεται κινήθηκε πολύ μεθοδικά.
Η σημερινή Ρωσία δεν κάνει τίποτο διαφορετικό από τη Δύση των προηγούμενων χρόνων. Ωμή επίδειξη δύναμης δηλαδή. Ξέρει ότι μπορεί, ξέρει ότι δεν θα αντιμετωπίσει εμπόδια στο πεδίο, επιβάλλει το νόμο της. Οι παλιοί κομμουνιστές μιλούν για ιμπεριαλισμό και πολύ καλά κάνουν. Περί αυτού πρόκειται και ας μοιάζει ο όρος παρωχημένος και εκτός επικαιρότητας. Για την ακρίβεια, είναι τραγικά επίκαιρος.
Προβάρει λοιπόν το καλό του καπιταλιστικό κοστούμι ο κ. Πούτιν και το φορά στα σώματα χιλιάδων αθώων που έτυχε να βρεθούν στο διάβα του. Παλιά του τέχνη (του συστήματος), κόσκινο. Όσοι τώρα χύνουν κροκοδείλια δάκρυα για την πραγματικά μαρτυρική Ουκρανία, είχαν ξεχάσει να κλάψουν για τη Γιουγκοσλαβία, το Ιράκ και το Αφγανιστάν. Και το έκαναν γιατί δεν μπορούν να διακρίνουν το προφανές. Ότι, δηλαδή, ο πόλεμος είναι προϊόν ενός εντελώς σάπιου, απάνθρωπου και παρηκμασμένου πλέον συστήματος. Κατά σύμπτωση αυτοί είχαν πιστέψει και στις ιστορίες του 1989 για το τέλος της ιστορίας και το μέλλον χωρίς πολέμους. Για τόσο αφελείς μιλάμε…