Της Ελένης Τσολιά
Η επιδημία της ευλογιάς στην Ρωσία το 1768 ήταν ιδιαίτερα σφοδρή. Η φρικτή μολυσματική ασθένεια άφηνε πίσω της νεκρούς και ανθρώπους παραμορφωμένους. Εμφανίζονταν σε όλο το σώμα εξανθήματα με φουσκάλες γεμάτες υγρό, που ακόμα κι αν γιατρεύονταν, το δέρμα παραμορφωνόταν. Η αρρώστια επανερχόταν συνεχώς σε απρόβλεπτα κύματα. Το 40% των ενηλίκων που μολύνονταν πέθαιναν, ενώ η θνησιμότητα στα μικρά παιδιά ήταν ακόμα μεγαλύτερη.
Η αυτοκράτειρα της Ρωσίας Αικατερίνη Β’ ήταν άνθρωπος φιλοσοφικά και φιλολογικά μορφωμένος, αγαπούσε τις τέχνες και τα γράμματα. Ήταν μαθήτρια των διαφωτιστών και αλληλογραφούσε με τον Βολταίρο. Στην αλληλογραφία τους αντάλλαζαν απόψεις για τις τέχνες και την επιστήμη, για αυτό και η αυτοκράτειρα ήταν ενημερωμένη για τις τελευταίες επιστημονικές ανακαλύψεις. Ήξερε επίσης πολύ καλά ποια ήταν η άποψη των δυτικοευρωπαϊκών χωρών για την Ρωσία που την θεωρούσαν χώρα οπισθοδρομική χωρίς τεχνικό και επιστημονικό πολιτισμό. Φιλοδοξία και όραμά της ήταν να φέρει στην Ρωσία τον επιστημονικό πολιτισμό.
Ο εμβολιασμός ήταν το 1768 μια πρόσφατη επιστημονική ανακάλυψη. Οι περισσότεροι άνθρωποι τρομοκρατούνταν στην ιδέα ότι η μόλυνση της φρικτής αυτής ασθένειας που γεμίζει το σώμα και το πρόσωπο με σπυριά και ουλές θα εισαγόταν στον οργανισμό τους. Για τον κόσμο ήταν πιο εύκολο να πιστεύει σε αγγέλους και δαίμονες, πάρα στην ύπαρξη βακτηρίων και ιών.
Πίστευαν ότι οι λιτανείες και οι προσευχές βοηθούσαν περισσότερο από την καινούργια πρακτική που ονομαζόταν εμβολιασμός ή όπως την ονόμασε ο τρομοκρατημένος κόσμος «διαβολικό νυστέρι».
Δεν είχαν ιδέα πώς θα σταματήσουν την επιδημία, πόσο μάλλον πώς θα την γιατρέψουν.
Η Αικατερίνη αποφάσισε να εισαγάγει στην Ρωσία τον εμβολιασμό. Συζήτησε το θέμα με τον πρόεδρο του Ινστιτούτου Υγιεινής της αυτοκρατορίας. Η πρόσφατη αυτή ανακάλυψη της επιστήμης ήταν βέβαια θαυμαστή, όλοι όμως οι σύμβουλοί της φοβόντουσαν την αντίδραση των υπηκόων της, που τρομοκρατούνταν στην ιδέα και μόνο ότι η μόλυνση εισάγεται στον οργανισμό και πίστευαν ότι η ασθένεια είναι τιμωρία από τον Θεό, αναπόφευκτος συνοδοιπόρος της ανθρώπινης ζωής και για αυτό είναι άσκοπο και αμαρτία μεγάλη να την αντιμάχεσαι. Εκτός αυτού, το πρώτο εμβόλιο κατά της ευλογιάς είχε 2% πιθανότητα θνησιμότητας και αυτό ήταν κάτι που τρόμαζε και τους πιο μορφωμένους και ενημερωμένους ανθρώπους.
«Την Άνοιξη του περασμένου χρόνου (1768), όταν αυτή η αρρώστια (η ευλογιά) ξέσπασε με απίστευτη σφοδρότητα εδώ, εγώ έτρεχα από το ένα σπίτι στο άλλο γιατί δεν ήθελα να κινδυνεύσω ούτε εγώ ούτε ο γιος μου. Ένιωθα ηττημένη από την ελεεινότητα αυτής της κατάστασης, τόσο που θεώρησα ότι θα ήταν αδυναμία να μην βγω από αυτή την κατάσταση. Με συμβούλευσαν να εμβολιάσω τον γιο μου. Απάντησα ότι θα ήταν ντροπιαστικό να μην αρχίσω από τον εαυτό μου και ρώτησα πώς θα εισάγω τον εμβολιασμό στην Ρωσία αν δεν δώσω πρώτη εγώ το παράδειγμα; Άρχισα να μελετώ το αντικείμενο. Να μείνω για την υπόλοιπη ζωή μου σε πραγματικό κίνδυνο με χιλιάδες άλλους ανθρώπους ή να προτιμήσω τον λιγότερο κίνδυνο, που διαρκεί πολύ λίγο και να σώσω πολύ κόσμο; Νομίζω, ότι επιλέγοντας το τελευταίο, επέλεξα το πιο σωστό» (απόσπασμα από επιστολή της αυτοκράτειρας Αικατερίνης Β’ προς τον βασιλιά της Πρωσίας Φρίντριχ Β’).
Η Αικατερίνη Β’ εμπιστεύτηκε την επιστήμη και πήρε την απόφασή της.
Ο περίφημος Άγγλος γιατρός και προπαγανδιστής της καινούργιας μεθόδου του εμβολιασμού Θωμάς Ντιμσντέηλ, προσκλήθηκε στην Ρωσία. Με το νυστέρι του έκανε μια ελαφριά τομή στον βραχίονα της αυτοκράτειρας –η παράτολμη δοκιμή ήταν γεγονός.
Η ριψοκίνδυνη αυτή απόφασή της προκάλεσε πανικό στον περίγυρό της που δεν τα κατάφερε να την αποτρέψει. Περιμένοντας τα αποτελέσματα, εννέα κρίσιμες μέρες, ο περίγυρός της έβριζε τον γιατρό που τόλμησε να εμβολιάσει την αυτοκράτειρα. Ο γιατρός γράφει στην αναφορά του ότι η αυτού μεγαλειότης είχε ήπια συμπτώματα. Μετά από λίγες μέρες ανακοινώθηκε επίσημα ότι η αυτοκράτειρα ανάρρωσε πλήρως. Τότε οι αυλικοί γεμάτοι θαυμασμό για την τόλμη της εκφράζουν την επιθυμία τους να εμβολιαστούν.
Η προσπάθεια για να πειστεί ο λαός δεν ήταν καθόλου εύκολη. Μπορεί βέβαια οι αυλικοί να ονόμαζαν την Αικατερίνη «ακτινοβόλα προσωποποίηση της επιστήμης», όμως οι αμόρφωτοι χωρικοί αντιστέκονταν με κάθε τρόπο στην προσπάθεια των γιατρών να εμβολιάσουν τους ίδιους και τα παιδιά τους. Οι διάδοχοι της Αικατερίνης συνέχισαν αυτήν την προσπάθεια, προπαγανδίζοντας τον εμβολιασμό για πολλές ακόμα δεκαετίες.
Η Σοβιετική εξουσία, το 1919 εισήγαγε τον υποχρεωτικό εμβολιασμό. Η εκστρατεία για την εξάλειψη της ευλογιάς τελείωσε μόλις το 1980.
Η πνευματική αφύπνιση, ο επιστημονικός ορθολογισμός και η μετάβαση από τις δοξασίες στην επιστημονική έρευνα ήταν ο δρόμος που επέλεξε η Αικατερίνη Β’, αν και όπως αποδείχθηκε οι αλυσίδες των δοξασιών είναι τόσο βαριές και γερές που πολλοί είναι αυτοί που τις κραδαίνουν μέχρι και σήμερα.