Της Ελένης Τσολιά
Οι Έλληνες της Μαριούπολης ζουν στην πόλη αυτή της Αζοφικής θάλασσας και στα περίχωρά της από το τέλος του 18ου αιώνα, όταν μετοίκησαν στον τόπο αυτό από την Κριμαία. Στην Κριμαία συναντούμε το ελληνικό στοιχείο ήδη από τον 8ο με 5ο αιώνα π.Χ. όταν ανθούσαν εδώ οι ελληνικές αποικίες. Οι πιο σημαντικές πόλεις-αποικίες ήταν η Χερσών, η Θεοδοσία και το Παντικάπαιον. Οι πόλεις αυτές ήταν μεγάλα εμπορικά κέντρα, οι κάτοικοι των οποίων ήταν Έλληνες έμποροι και τεχνίτες. Τα πολυάριθμα χειροτεχνήματα που έφερε στο φως η αρχαιολογική σκαπάνη μαρτυρούν το πόσο ζωηρές ήταν οι εμπορικές σχέσεις των Ελλήνων με τα ντόπια φύλα (Μαιώτες, Χαζάροι κ.ά.), όπως και τον αρκετά σημαντικό αριθμό των ίδιων των Ελλήνων.
Κατά το μεσαίωνα, η Κριμαία διατηρούσε στενές οικονομικές και πολιτιστικές σχέσεις με τη Βυζαντινή αυτοκρατορία. Δεν είναι τυχαίο και το ότι στην περιοχή αυτή βρέθηκε ένας μεγάλος αριθμός από ελληνικές επιγραφές, αφού επίσημη γλώσσα στην Κριμαία από την εποχή του Ιουστινιανού ήταν η Ελληνική. Λίγο μετά την πτώση της Κωνσταντινούπολης (1453) και της Τραπεζούντας (1461), και η Κριμαία βρέθηκε στα χέρια των Τούρκων (1475) ως ξεχωριστή ηγεμονία των Τατάρων. Κάτω από την ταταρική διοίκηση, οι χριστιανικοί πληθυσμοί (εκτός των Ελλήνων) που ήταν και Αρμένιοι και Γεωργιανοί πλήρωναν βαριά χρηματική φορολογία αλλά και φόρο αίματος με το παιδομάζωμα. Οι ανυπόφορες αυτές συνθήκες ανάγκασαν τους Έλληνες να αποταθούν προς τη Ρωσία για βοήθεια, ζητώντας να τους επιτραπεί να ζήσουν μέσα στα όρια της ρωσικής αυτοκρατορίας. Η αυτοκράτειρα της Ρωσίας Αικατερίνη Β’ συμφώνησε, βλέποντας ότι με την πράξη αυτή υπεράσπιζε τους χριστιανικούς πληθυσμούς της Κριμαίας, αποδυνάμωνε το ταταρικό χανάτο γιατί έφευγαν οι χριστιανικοί πληθυσμοί, που ήταν οι πιο βαριά φορολογούμενοι και το δημόσιο ταμείο των Τατάρων έχανε με τον τρόπο αυτό ένα μεγάλο εισόδημα αλλά και γιατί η μετοίκηση ήταν ένας τρόπος για να εγκατασταθούν φίλα προσκείμενοι προς την ρωσική αυτοκρατορία χριστιανικοί πληθυσμοί στις αχανείς εκτάσεις της ακαλλιέργητης τότε νότιας Ουκρανίας.
«Εκτός από τη συμπάθεια που έτρεφε, προς τους χριστιανικός λαούς, η Ρωσία είχε και πολιτικά συμφέροντα. Η εχθρότητα της Ρωσίας και της Κριμαίας, ήταν αιώνια γιατί η Ρωσία χρειαζόταν τη Μαύρη θάλασσα και την Αζοφική (…) Την εμπόδιζαν όμως οι αχανείς εκτάσεις του σημερινού Νοβοροσίσκ: Ήταν έρημες, ακατοίκητες και για αυτό ο ρωσικός στρατός ακόμα και αν νικούσε τον Χάνο της Κριμαίας πάντα μπορούσε να αποκοπεί από τη Ρωσία και να εξολοθρευτεί» (απόσπασμα από το βιβλίο «Η μετοίκηση των ορθόδοξων χριστιανών από την Κριμαία στην Μαριούπολη» Γ. Ι. Τιμοσέβσκι. Μαριούπολη 1892).
Παρόλη τη βαριά φορολογία και γενικά τους δύσκολους καιρούς που περνούσαν κάτω από τον ταταρικό ζυγό, η απόφαση για μετοίκηση από την Κριμαία δεν τους βρήκε όλους σύμφωνους. Πολλοί δεν θέλησαν να εγκαταλείψουν τον τόπο τους γιατί ήταν αρκετά ευκατάστατοι και δεν ήθελαν να χάσουν την περιουσία τους. Άλλοι πάλι γύριζαν πίσω, απελπισμένοι από τις ταλαιπωρίες, ενώ βρίσκονταν στην πορεία προς τα παραλία της Αζοφικής θάλασσας. Η έξοδος από την Κριμαία άρχισε τον Ιούλιο του 1778 και της πορείας ηγήθηκε ο Ρώσος στρατηγός Α. Β. Σουβόροβ, για την προστασία των χριστιανών από τυχόν επιθέσεις των Τατάρων. Στον προορισμό τους έφτασαν το Μάιο του 1779. Η πορεία ήταν δύσκολη και πολλές αρρώστιες θέριζαν τους μετανάστες. Ακόμα πιο δύσκολοι καιροί ήταν τα πρώτα χρόνια στη νέα τους πατρίδα, όπου έπρεπε στην αρχή να κτίσουν πόλεις και χωριά. Πολλοί ήταν εκείνοι που δεν άντεξαν αυτή τη δοκιμασία και επέστρεψαν στην Κριμαία. Σύμφωνα με στοιχεία από πηγές, παρέμειναν στην Αζοφική θάλασσα γύρω στις 20.000 Ελλήνων. Οι άνθρωποι αυτοί που παρέμειναν έκτισαν μια πόλη στις εκβολές του ποταμού Κάλμιου, ο οποίος εκβάλλει στην Αζοφική θάλασσα. Η πόλη αφιερώθηκε στην Παναγία και ονομάστηκε Μαριούπολη. Έκτισαν επίσης είκοσι χωριά στα περίχωρα της πόλης. Από τον 18ο αιώνα στην Αζοφική θάλασσα ηχεί και η ελληνική λαλιά. Οι Έλληνες της Μαριούπολης όπως τους ονομάζουν οι Ρώσοι (Мариупольские Греки) ή Έλληνες της Αζοφικής (ΓрeκиΠpиазовья) αυτοπροσδιορίζονται ως Ρουμαίοι, ενώ ονομάζουν τους υπόλοιπους Έλληνες «Έλληντσοι». Πολλοί μελετητές αναφέρουν επίσης ότι μιλώντας για τη γλώσσα των υπολοίπων Ελλήνων, οι Μαριουπολίτες λένε «λέει Κρητικά». Το γεγονός αυτό το εξηγούν οι ανθηρές εμπορικές σχέσεις που είχαν οι Μαριουπολίτες κατά την παραμονή τους στην Κριμαία με τους Κρητικούς εμπόρους-ναυτικούς. Ονομάζουν τη γλώσσα τους Ρουμαίικη, μια διάλεκτος που είναι θησαυρός για τους μελετητές των νεοελληνικών διαλέκτων γιατί απομονωμένοι καθώς ήταν από τους υπόλοιπους Έλληνες διατήρησαν στη γλώσσα τους πολλά αρχαϊκά στοιχεία που μπορούν να φωτίσουν σκοτεινά σημεία άλλων νεοελληνικών διαλέκτων.
Ο πιο σημαντικός σταθμός στην ιστορία της ελληνικής κοινότητας της Μαριούπολης είναι η δεκαετία από το 1927 μέχρι το 1937. Στα χρόνια αυτά, η κοινότητα απέκτησε ελληνικά σχολεία και τυπογραφεία. Στα σχολεία τα παιδιά διδάσκονταν την κοινή ελληνική γλώσσα. Χρησιμοποιήθηκε όμως ένα διαφορετικό, φωνητικό αλφάβητο. Εκδίδονταν βιβλία στη δημοτική αλλά και στη Ρουμαίικη διάλεκτο, εκδίδονταν επίσης εφημερίδες και συλλογές ποιημάτων. Μετέπειτα, όπως άλλωστε συμβαίνει συχνά με τις γλωσσικές μειονότητες, οι Έλληνες της Αζοφικής άρχισαν σιγά-σιγά να εγκαταλείπουν τη γλώσσα τους, υιοθετώντας τη γλώσσα της πλειοψηφίας του αλλόγλωσσου περιβάλλοντός τους, τα ρωσικά και τα ουκρανικά. Ωστόσο μέχρι και σήμερα περίπου 100.000 άνθρωποι δηλώνουν ότι έχουν ελληνική καταγωγή. Το μεγαλύτερο μέρος από αυτούς κατοικεί στην περιοχή Ντονέσκ όπου ανήκει διοικητικά και η Μαριούπολη. Όταν το 1991 η Σοβιετική Ένωση διασπάστηκε, τόσο η Κριμαία όσο και η Μαριούπολη βρέθηκαν μέσα στα όρια της Ουκρανίας. Ο έλεγχος των εδαφών αυτών της Αζοφικής και της Κριμαίας, καθώς και η πρόσβαση της Ρωσίας προς τις θερμές θάλασσες παραμένουν καθοριστικά διακυβεύματα και η Ρωσία δεν είναι διατεθειμένη να παραχωρήσει το δρόμο που άνοιξε η αυτοκράτειρα Αικατερίνη Β’ προχωρώντας προς την Αζοφική, την Κριμαία και τη Μαύρη Θάλασσα αργά και σταθερά, αλλά και πολλές φορές με βαριά πύρινα βήματα.