Του Κίμωνα Τζον Αποστολάκη
Σύμφωνα με ανακοίνωση του Λευκού Οίκου, ο πρόεδρος Τζο Μπάιντεν θα συγκαλέσει στις 9 και 10 Δεκεμβρίου, διαδικτυακά, μια «σύνοδο κορυφής για τη δημοκρατία», στην οποία θα συμμετάσχουν αρχηγοί κρατών και κυβερνήσεων και μέλη της κοινωνίας των πολιτών.
Εν συνεχεία, το 2022, σκοπεύει να συγκαλέσει εκ νέου τους ίδιους συμμετέχοντες, αλλά αυτή τη φορά δια ζώσης, με τρεις στόχους: «Μάχη κατά του απολυταρχισμού, πάταξη της διαφθοράς και προώθηση του σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων».
«Η πρόκληση των καιρών μας είναι να δείξουμε ότι οι δημοκρατίες μπορούν να βελτιώσουν τις ζωές των δικών τους πολιτών και να δώσουν απάντηση στα μεγάλα προβλήματα του κόσμου», σημειώνεται στην ανακοίνωση.
Η υποκρισία βέβαια και η χυδαιότητα των ΗΠΑ δεν έχουν όρια αλλά ούτε και σύνορα. Ο πρόεδρος Μπάιντεν μπορεί να έχει αναλάβει λίγους μήνες την διακυβέρνηση της χώρας κι όμως πολύ γρήγορα έδειξε πως μένει πιστός στις πολιτικές των προκατόχων του. Βομβαρδισμοί, εμπάργκο, απόλυτη στήριξη του Ισραήλ στις αδικαιολόγητες επιθέσεις του προς τον Παλαιστινιακό λαό.
Ας δούμε όμως αναλυτικά έργα και ημέρες του προέδρου Μπάιντεν.
Ο Τζο Μπάιντεν είχε δηλώσει στις αρχές του έτους στη σύνοδο ασφαλείας στο Μόναχο πως «επέστρεψε η διπλωματία»… Όμως για ποια διπλωματία μιλούσε;
Σε ό,τι αφορά την Παλαιστίνη, από τη στιγμή που ξέσπασε η σύγκρουση μεταξύ Ισραηλινών και Παλαιστινίων τον Απρίλιο, λίγοι περίμεναν αυτό που θα ερχόταν από την κυβέρνηση Μπάιντεν: Αντίσταση στην καταδίκη ακόμη και της πιο ξεκάθαρης παραβίασης του διεθνούς δικαίου και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων από το Ισραήλ. Ενώ το Ισραήλ έδιωχνε Παλαιστίνιους με το έτσι θέλω από τα σπίτια τους και επιτίθονταν στον άμαχο πληθυσμό, ο πρόεδρος Μπάιντεν δεν προχώρησε σε καμία καταδίκη του Ισραήλ, τουναντίον είπε σε δήλωσή του πως «οι Ηνωμένες Πολιτείες ανέκαθεν υποστήριζαν το δικαίωμα του Ισραήλ να αμύνεται».
Σομαλία, Συρία, Ιράν, Ιράκ, Αφγανιστάν. Αυτές είναι οι χώρες που μέχρι στιγμής η προεδρία Μπάιντεν έχει πραγματοποιήσει αεροπορικές επιδρομές. Σε ό,τι αφορά τη Σομαλία, τον Μάρτιο ο εκπρόσωπος του Πενταγώνου, Τζον Κίρμπι, είπε ότι τυχόντα προγραμματισμένα χτυπήματα εναντίον τζιχαντιστικών ομάδων εκτός Αφγανιστάν, Συρίας και Ιράκ υποβάλλονται τώρα στον Λευκό Οίκο πριν πραγματοποιηθούν.
Οι επιθέσεις με μη επανδρωμένα αεροσκάφη πολλαπλασιάστηκαν κατά τη διάρκεια της θητείας του Τραμπ, από 11 στη Σομαλία το 2015, σε 64 το 2019 και 54 το 2020, σύμφωνα με τη μη κυβερνητική ομάδα Airwars, η οποία παρακολουθεί τους θανάτους αμάχων σε βομβιστικές επιθέσεις σε όλο τον κόσμο.
Λίγο πριν φύγει από τον Λευκό Οίκο, ο Τραμπ διέταξε την απόσυρση περίπου 700 στρατιωτών ειδικών δυνάμεων που είχαν αναπτυχθεί στη Σομαλία για να εκπαιδεύσουν και να συμβουλεύσουν τον στρατό της Σομαλίας.
Η προεδρία Μπάιντεν όμως επέστρεψε τον Ιούλιο αυτό, πραγματοποιώντας μία σειρά αεροπορικών επιθέσεων στην περιοχή Γκαλκάγιο της Σομαλίας κατά της Αλ Σαμπάαμπ.
Τώρα πάμε σε Ιράν, Ιράκ και Συρία. Η κυβέρνηση Μπάιντεν εξαπέλυσε αεροπορικές επιδρομές εναντίον πολιτοφυλακών που συνδέονται με το Ιράν στο Ιράκ και τη Συρία, σύμφωνα με πληροφορίες, σκοτώνοντας πέντε μέλη της πολιτοφυλακής και, αν οι δηλώσεις κρατικών μέσων ενημέρωσης της Συρίας είναι σωστές, ένα παιδί.
Η προεδρία Μπάιντεν έθεσε τα χτυπήματα ως αμυντικό μέτρο για να κρατήσουν τα αμερικανικά στρατεύματα στην περιοχή ασφαλή από επιθέσεις, απόδειξη ότι «ο πρόεδρος Μπάιντεν θα δράσει για την… προστασία του αμερικανικού προσωπικού».
Αυτή η κίνηση είναι σύμφωνη με τα ευρύτερα μηνύματα της ομάδας Μπάιντεν για το Ιράκ και τη Συρία, που είναι ότι το Ιράκ θέλει τον στρατό των ΗΠΑ να παραμείνει επ’ αόριστον. Ότι η συνεχιζόμενη κατοχή και των δύο εθνών είναι σωστή και απαραίτητη για να αμυνθεί ενάντια στο Ιράν και τα τελευταία απομεινάρια του ISIS.
Αυτό το μήνυμα είναι στην καλύτερη περίπτωση παραπλανητικό. Η ιδέα ότι το Ιράκ θέλει τις αμερικανικές δυνάμεις να παραμείνουν στην περιοχή διαλύεται εύκολα. Η Βαγδάτη καταδίκασε αμέσως και μάλιστα σφοδρά τα χτυπήματα του Ιουνίου στο έδαφός της ως «κατάφωρη και απαράδεκτη παραβίαση της ιρακινής κυριαρχίας και της ιρακινής εθνικής ασφάλειας», σε δήλωση του γραφείου του πρωθυπουργού.
Βέβαια για τα κράτη αυτά η ανάμειξη των ΗΠΑ δεν είναι κάτι το άγνωστο. Από τον πόλεμο του Ιράκ από το 2003 έως το 2011 για την ανατροπή του Σαντάμ Χουσεΐν. Από το ενορχηστρωμένο από την CIA πραξικόπημα του 1953 στο Ιράν για την ανατροπή του Μοσαντέι έως την υπόθεση Ιράν- Κόντρας η οποία ξέσπασε το 1985. Και τέλος από τους βομβαρδισμούς και την καταστροφή της Συρίας η οποία συνεχίζεται μέχρι και σήμερα.
Σε ό,τι αφορά το Αφγανιστάν, που αναφέρθηκε πρωτύτερα, οι Ηνωμένες Πολιτείες κάλεσαν τους Αμερικανούς πολίτες να φύγουν αμέσως από το Αφγανιστάν, όπως επισημαίνει ειδοποίηση στην ιστοσελίδα της αμερικανικής πρεσβείας στην Καμπούλ, εν μέσω της ταχείας προέλασης των Ταλιμπάν σε όλη τη χώρα. Οι Ταλιμπάν σήμερα έχουν φτάσει 150χμ από την Καμπούλ. Ποιος έθρεψε όμως το τέρας; Στην κορύφωση του ψυχρού πολέμου το 1979, σε ένα Αφγανιστάν στο οποίο είχαν αναλάβει τα ηνία οι κομμουνιστικές δυνάμεις, καλέστηκε ο σοβιετικός στρατός ως μέσο διατήρησης της σταθερότητας αλλά και συνάμα άμυνας, απέναντι στις διάφορες ακραίες θρησκευτικές ομάδες οι οποίες είχαν κηρύξει τζιχάντ (ιερό πόλεμο). Οι ακραίες θρησκευτικές δυνάμεις αυτές, οι Μουτζαχεντίν, είχαν διαφύγει στο Πακιστάν κοντά στα σύνορα με το Αφγανιστάν, όπου επιδόθηκαν σε έναν ανορθόδοξο ανταρτοπόλεμο. Βέβαια, ως μεγάλη ευκαιρία των ΗΠΑ να αντισταθούν στην επιρροή της Σοβιετικής Ένωσης στην περιοχή έστειλαν πράκτορες της CIA με στόχο την απόκτηση επαφής με τους Μουτζαχεντίν (μετέπειτα Ταλιμπάν). Οι ΗΠΑ παρείχαν σε αυτές τις ομάδες εκπαίδευση, όπλα και χρηματοδότηση. Ο σοβιετικός στρατός έφυγε, ο ψυχρός πόλεμος τελείωσε, το Αφγανιστάν διαλύθηκε και οι εκπαιδευόμενες ομάδες των Αμερικανών αφέθηκαν ελεύθερες να αλωνίζουν. Σήμερα, οι δυνάμεις των Ταλιμπάν κοντεύουν να κυριαρχήσουν σε ολόκληρη την χώρα. Ο πρόεδρος Μπάιντεν έχει αρκεστεί σε δηλώσεις με τις οποίες υποστηρίζει πως η κατάσταση στο Αφγανιστάν δεν είναι πρόβλημα των ΗΠΑ και πως το Αφγανιστάν πρέπει επιτέλους να πολεμήσει μόνο του.
Πάμε τώρα στην Κούβα. Με το πέρας της πρώτης τρομακτικής και θανατηφόρας επαφής με τον παγκόσμιο ιό, όπου η Κούβα έστειλε σε παγκόσμιο επίπεδο ιατρικό προσωπικό σε χώρες που βρίσκονταν σε ανάγκη (θυμόμαστε πολύ καλά την βοήθεια που παρείχε η Κούβα στη γειτονική μας Ιταλία) αλλά και σήμερα όπου οι επιστήμονες της Κούβας ανακάλυψαν το εμβόλιο Αμπντάλα το οποίο μοιράζονται ελεύθερα με όλο τον κόσμο, οι ΗΠΑ συνεχίζουν το σκληρό κι αδικαιολόγητο εμπάργκο τους στο νησί. Η προεδρία Μπάιντεν αύξησε τις προσδοκίες μεταξύ πολλών Κουβανών για επιστροφή στις μέρες του Ομπάμα, όταν οι Ηνωμένες Πολιτείες προσπάθησαν να θάψουν το τελευταίο ίχνος του ψυχρού Πολέμου, αποκαθιστώντας τις διπλωματικές σχέσεις με την Αβάνα και ζητώντας να σταματήσει το εμπάργκο.
Αντ’ αυτού, ο Μπάιντεν υιοθετεί μια ακόμη πιο σκληρή θέση για την Κούβα από τον προκάτοχό του, τον πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος ενίσχυσε τους περιορισμούς στις μετακινήσεις και τις οικονομικές συναλλαγές. Για πολλούς Κουβανούς που είχαν βρει στην εκλογή του Δημοκρατικού προέδρου λόγους να ελπίζουν σε επιστροφή σε κανονικές σχέσεις – με περισσότερες πτήσεις στο νησί και περισσότερα κανάλια για την αποστολή μετρητών, φαρμάκων και τροφίμων στους αγαπημένους τους – η προσέγγιση του Μπάιντεν ήταν ένα τεράστιο πλήγμα, με το νησί να μένει απολύτως αποκομμένο από οποιαδήποτε βοήθεια και στήριξη.
Ποιος, λοιπόν, θέλει να καλέσει σύνοδο κορυφής για την Δημοκρατία; Η Δημοκρατία καθώς φαίνεται είναι ένα αγαθό για τις ΗΠΑ και για τον πρόεδρο Μπάιντεν. Ένα αγαθό το οποίο δεν τους συμφέρει να εξάγουν. Η Δημοκρατία σε χώρες που παρεμβαίνουν είναι ένα πρόσχημα για τη διασφάλιση και διατήρηση των συμφερόντων τους. Τελικά, το μόνο που εξάγουν οι ΗΠΑ είναι η μιζέρια, η εκμετάλλευση κι ο πόνος.