Ο Τζο Μπάιντεν υποσχέθηκε ότι θα ενώσει πάλι την αμερικανική κοινωνία. Σε ποια βάση; Το σύνθημα «Πρώτα η Αμερική» δεν αφορά μόνο την εσωτερική πολιτική και δεν αποτελεί απλώς σύνθημα του Τραμπ. Οι ΗΠΑ είναι χώρα με διοίκηση που δεν αλλάζει εύκολα και η οποία ενδιαφέρεται πρωτίστως για τα αμερικανικά συμφέροντα, ενώ έχει αποικιοκρατική αντίληψη στις σχέσεις της με άλλες χώρες. Τα πρώτα δείγματα με την Βενεζουέλα, παρά τις πρόσφατες εκλογές, δεν είναι ενθαρρυντικά. Όμως οι ΗΠΑ δεν είναι μόνο διοικητικοί μηχανισμοί επιβολής, είναι μια χώρα όπου υπάρχουν κινήματα, όπου υπάρχουν τα καλύτερα πανεπιστήμια του κόσμου, που σημαίνει ότι υπάρχει σημαντική διανόηση. Σε αυτόν τον κύκλο ανήκει και ο συγγραφέας του άρθρου του οποίου μέρος αποδίδουμε εδώ, ο Timothy Snyder, καθηγητής στο πανεπιστήμιο του Yale, ιστορικός του φασισμού. Από το άρθρο του που δημοσιεύτηκε στην αμερικανική εφημερίδα «New York Τimes», αποδίδουμε το μέρος που αφορά τις ιδέες πίσω από τα γεγονότα, αφού τα τελευταία είναι πια σε όλους γνωστά.
Ακόμα και στις εκλογές του 2016, ο Ν. Τραμπ είχε δηλώσει ότι το αποτέλεσμα ήταν απατηλό και ότι χιλιάδες ψήφοι είχαν καταχωρηθεί στον αντίπαλο του, ενώ του ανήκαν. Στις εκλογές του 2020, ακολούθησε την ίδια μέθοδο προκαταβολικά πριν ακόμα φτάσουν στις κάλπες. Πέρασε μήνες ισχυριζόμενος ότι οι προεδρικές εκλογές θα ήταν απατεωνιά και δήλωνε ότι δεν θα δεχόταν τα αποτελέσματα εάν δεν τον ευνοούσαν. Την ημέρα των εκλογών δήλωσε ότι κέρδισε πριν ανακοινωθούν τα αποτελέσματα και στη συνέχεια σκλήρυνε τη ρητορική του. Με την πάροδο του χρόνου, η νίκη του μετατράπηκε σε μια ιστορική κατολίσθηση και οι διάφορες συνωμοσίες, όλο και πιο περίπλοκες και αβάσιμες, του την αρνήθηκαν. Και όμως υπάρχουν πολίτες που τον πίστευαν και δυστυχώς αυτό δεν είναι έκπληξη.
Χρειάζεται τεράστια προσπάθεια για να εκπαιδευτούν οι πολίτες στο να αντισταθούν σε ισχυρά πιστεύω, ή στο τι πιστεύουν οι άλλοι γύρω τους, ή στο τι νόημα είχαν προηγούμενες επιλογές τους. Ο Πλάτωνας σημείωνε έναν ιδιαίτερο κίνδυνο για τους τυράννους: ότι στο τέλος θα περιβάλλονταν από άντρες που λένε πάντα «ναι» και που διευκολύνουν τον τύραννο. Ο Αριστοτέλης ανησυχούσε ότι, σε μια δημοκρατία, ένας πλούσιος και ταλαντούχος δημαγωγός θα μπορούσε πολύ εύκολα να κυριαρχήσει στο μυαλό του λαού. Έχοντας επίγνωση αυτών των κινδύνων και άλλων, οι συντάκτες του Συντάγματος των ΗΠΑ θέσπισαν ένα σύστημα ελέγχων και ισορροπιών. Το ζήτημα δεν ήταν απλώς να διασφαλιστεί ότι καμιά πλευρά της κυβερνητικής διοίκησης δεν θα κυριαρχεί στις άλλες, αλλά και να εξασφαλίζει στα θεσμικά όργανα τη δυνατότητα διαφορετικών απόψεων.
Υπό αυτήν την έννοια, η ευθύνη για την ώθηση του Τραμπ να ανατρέψει το εκλογικό αποτέλεσμα, πρέπει να μοιραστεί και σε έναν πολύ μεγάλο αριθμό Ρεπουμπλικάνων μελών του Κογκρέσου. Αυτοί, αντί να έρθουν σε αντίθεση με τον Τραμπ από την αρχή, επέτρεψαν στην άνθιση της εκλογικής του μυθοπλασίας. Κράτησαν αυτή τη στάση ο καθένας για διαφορετικούς λόγους.
Το Κογκρέσο αυτοϋπονομεύεται
Μια ομάδα Ρεπουμπλικάνων ασχολείται πρωτίστως με το παιχνίδι του συστήματος για τη διατήρηση της εξουσίας, εκμεταλλευόμενοι πλήρως τις συνταγματικές ασάφειες, αγκυροβολημένοι στην εξουσία και το σκοτεινό χρήμα, για να κερδίσει τις εκλογές έστω με τη στήριξη μιας μειοψηφίας ψηφοφόρων. Δεν ενδιαφέρονται για την κατάρρευση της περίεργης μορφής εκπροσώπησης που επιτρέπει στο κόμμα μειοψηφίας δυσανάλογο έλεγχο της κυβέρνησης. Ο πιο σημαντικός μεταξύ αυτών, ο Mitch McConnell, επένδυσε κατά ένα τρόπο στο ψέμα του Τραμπ, χωρίς να σχολιάσει τις συνέπειές του.
Άλλοι Ρεπουμπλικάνοι είδαν την κατάσταση διαφορετικά. Υπέθεσαν ότι μπορούν να σπάσουν το σύστημα και να συνεχίσουν να διατηρούν την εξουσία χωρίς τη δημοκρατία. Στις 30 Δεκεμβρίου, η διαφοροποίηση μεταξύ των δύο ομάδων έγινε φανερή. [Το άρθρο συνεχίζει με τις λεπτομέρειες ανάμεσα στις δύο ομάδες αλλά για λόγους χώρου, περνάμε στις επόμενες σκέψεις του αρθρογράφου.]
Το Κογκρέσο για να «ανταλλάξει» τις βασικές του λειτουργίες έπρεπε να πληρώσει ένα ορισμένο τίμημα. Ένα εκλεγμένο Κογκρέσο που αντιτίθεται στις εκλογές προκαλεί και τη δική του ανατροπή. Μέλη του Κογκρέσου που υποστήριξαν τα ψέματα του προέδρου καλούν άλλα μέλη του Κογκρέσου και της Γερουσίας να υποκλιθούν στις επιθυμίες του προέδρου. Αυτή η στάση δεν γίνεται δεκτή από την πλειοψηφία, έτσι στις 6 Ιανουαρίου, στοχοποιώντας αυτούς που δεν τον στήριζαν, καλεί τα πλήθη να πιέσουν τους απείθαρχους. Έτσι τα πλήθη ορμούν να τιμωρήσουν τους ανυπάκουους και λεηλατούν το ιστορικό κτίριο.
Φυσικά, αυτό είχε κάποιο νόημα: Εάν οι εκλογές είχαν πραγματικά κλαπεί, όπως πρότειναν οι γερουσιαστές και οι βουλευτές, τότε πώς θα μπορούσε να επιτραπεί στο Κογκρέσο να προχωρήσει; Για μερικούς Ρεπουμπλικάνους, η εισβολή στο Καπιτώλιο πρέπει να ήταν σοκ ή ακόμα και ένα μάθημα. Ωστόσο, για τους εισβολείς, ίσως ήταν μια γεύση του μέλλοντος.
Όπως οι ιστορικοί φασίστες
Η μετα-αλήθεια είναι προ-φασισμός και ο Τραμπ υπήρξε ο πρόεδρος του «μετά την αλήθεια». Όταν εγκαταλείπουμε την αλήθεια, παραχωρούμε τη δύναμη σε εκείνους με τον πλούτο και το χάρισμα για να δημιουργήσουμε θέαμα στη θέση της. Χωρίς συμφωνία σχετικά με ορισμένα βασικά γεγονότα, οι πολίτες δεν μπορούν να σχηματίσουν την κοινωνία των πολιτών που θα τους επέτρεπε να αμυνθούν. Εάν χάσουμε τους θεσμούς που παράγουν γεγονότα που μας αφορούν, τότε τείνουμε να βυθιζόμαστε σε ελκυστικές αφαιρέσεις και μυθοπλασίες. Η υπεράσπιση της αλήθειας δεν είναι αποτελεσματική, όταν δεν κυκλοφορεί η πληροφορία, και η εποχή του Τραμπ –όπως και άλλων ηγετών– χαρακτηρίζεται από τη παρακμή των τοπικών ειδήσεων. Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης δεν είναι υποκατάστατο: Υπερφορτώνουν τους πολίτες με συνήθειες με τις οποίες επιδιώκουμε συναισθηματική ασφάλεια και άνεση, πράγμα που σημαίνει ότι χάνουμε τη διάκριση μεταξύ του τι αισθάνεται αληθινό και του τι πραγματικά είναι αληθινό.
Η μετα-αλήθεια καταστρέφει το κράτος δικαίου και δημιουργεί ένα καθεστώς μύθου. Τα τέσσερα τελευταία χρόνια, μελετητές έχουν συζητήσει τη νομιμότητα και την αξία της επίκλησης του φασισμού σε σχέση με την προπαγάνδα του Τραμπισμού. Μια θέση ήταν να επισημάνουμε οποιαδήποτε προσπάθεια ως άμεση σύγκριση και στη συνέχεια να αντιμετωπίσουμε τέτοιες συγκρίσεις ως ταμπού. Πιο παραγωγικά, ο φιλόσοφος Jason Stanley αντιμετώπισε το φασισμό ως φαινόμενο, ως μια σειρά προτύπων που μπορούν να παρατηρηθούν όχι μόνο στην περίοδο ανάμεσα στους πολέμους αλλά και πέρα από αυτήν. Η καλύτερη γνώση του παρελθόντος, φασιστική ή άλλη, μας επιτρέπει να παρατηρήσουμε και να αντιληφθούμε στοιχεία του παρόντος, που διαφορετικά θα μπορούσαμε να αγνοήσουμε και να σκεφτούμε ευρύτερα τις μελλοντικές δυνατότητες. Ήταν ξεκάθαρο για μένα τον Οκτώβριο ότι η συμπεριφορά του Τραμπ προκάλεσε πραξικόπημα και αυτό το είπα σε έντυπη μορφή. Αυτό δεν συμβαίνει επειδή το παρόν επαναλαμβάνει το παρελθόν, αλλά επειδή το παρελθόν φωτίζει το παρόν.
Όπως οι ιστορικοί φασίστες ηγέτες, ο Τραμπ έχει παρουσιαστεί ως η μοναδική πηγή αλήθειας. Η χρήση του όρου «ψεύτικες ειδήσεις» απηχούσε το ναζιστικό επίχρισμα Lügenpresse («ψέματα Τύπου»). Όπως οι ναζί, αναφέρθηκε στους δημοσιογράφους ως «εχθρούς του λαού». Όπως ο Αδόλφος Χίτλερ, ήρθε στην εξουσία τη στιγμή που ο συμβατικός Τύπος είχε χτυπηθεί. Η οικονομική κρίση του 2008 έκανε στις αμερικανικές εφημερίδες αυτό που έκανε η Μεγάλη Ύφεση στις γερμανικές. Οι ναζί πίστευαν ότι μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν το ραδιόφωνο σε αντικατάσταση του πλουραλισμού των εφημερίδων. Ο Τραμπ επιχείρησε το ίδιο χρησιμοποιώντας το twitter.
Tα μεσαία, πριν το μεγάλο, ψέματα
Χάρη στην τεχνολογική ικανότητα και το προσωπικό ταλέντο, ο Ντόναλντ Τραμπ είπε ψέματα με ρυθμό που ίσως δεν έχει τύχει σε κανέναν άλλο ηγέτη στην ιστορία. Ως επί το πλείστον, αυτά ήταν μικρά ψέματα και το κύριο αποτέλεσμα ήταν αθροιστικό. Το να πιστέψεις σε όλα αυτά, ήταν να αποδεχτείς την εξουσία ενός μόνο άνδρα, γιατί το να πιστέψεις σε όλα αυτά ήταν σαν να αρνείσαι οτιδήποτε άλλο. Μόλις καθιερωθεί μια τέτοια προσωπική εξουσία, ο πρόεδρος θα μπορούσε να αντιμετωπίζει όλους τους άλλους ως ψεύτες. Είχε ακόμη τη δύναμη να μετατρέψει κάποιον από έναν αξιόπιστο σύμβουλο σε ανέντιμο απατεώνα με ένα μόνο tweet. Όσο δεν ήταν σε θέση να επιβάλει ένα πραγματικά μεγάλο ψέμα, κάποια φαντασία που να δημιουργούσε σε μια εναλλακτική πραγματικότητα όπου οι άνθρωποι μπορούσαν να ζουν και να πεθαίνουν για αυτή, ο προ-φασισμός του έχανε την ουσία του.
Μερικά από τα ψέματά του ήταν, βεβαίως, μεσαίου μεγέθους: ότι ήταν επιτυχημένος επιχειρηματίας, ότι η Ρωσία δεν τον υποστήριξε το 2016 ότι ο Μπαράκ Ομπάμα γεννήθηκε στην Κένυα. Τέτοια μεσαία ψέματα ήταν η συνήθης μέθοδος των επίδοξων απολυταρχιών τον 21ο αιώνα. Στην Πολωνία, το δεξιό κόμμα δημιούργησε μια λατρεία μαρτυρίου γύρω από την ευθύνη των πολιτικών αντιπάλων για ένα αεροπορικό δυστύχημα που σκότωσε τον πρόεδρο του έθνους. Ο Βίκτορ Ορμπάν της Ουγγαρίας κατηγορεί έναν μικρό αριθμό μουσουλμάνων προσφύγων για τα προβλήματα της χώρας του. Αλλά τέτοιοι ισχυρισμοί δεν ήταν αρκετά μεγάλα ψέματα. Ξεδιπλώθηκαν, αλλά δεν έδωσαν αυτό που η Χάνα Άρεντ ονόμασε «το ύφασμα της πραγματικότητας».
H Χάνα Αρεντ έχει συζητήσει το θέμα με τα μεγάλα ψέματα. Ανάμεσα σε αυτά, για παράδειγμα, μια μεγάλη μυθοπλασία είναι ο αντισημιτισμός του Χίτλερ: Τα επιχειρήματα ότι οι Εβραίοι κυβερνούσαν τον κόσμο και ότι ήταν υπεύθυνοι για ιδέες που δηλητηρίαζαν τα γερμανικά μυαλά, ότι Εβραίοι μαχαίρωναν πισώπλατα Γερμανούς στη διάρκεια του πρώτου παγκοσμίου πολέμου. Είναι ενδιαφέρον ότι η Άρεντ πίστευε ότι τα μεγάλα ψέματα λειτουργούν μόνο σε μοναχικά μυαλά. Η συνοχή τους υποκαθιστά την εμπειρία και τη συντροφικότητα.
Τον Νοέμβριο του 2020, φτάνοντας σε εκατομμύρια μοναχικά μυαλά μέσω των κοινωνικών μέσων μαζικής ενημέρωσης, ο Τραμπ είπε ένα ψέμα που ήταν επικίνδυνα φιλόδοξο: ότι είχε κερδίσει εκλογές που στην πραγματικότητα είχε χάσει. Αυτό το ψέμα ήταν μεγάλο από κάθε σχετική άποψη: όχι τόσο μεγάλο όσο «οι Εβραίοι διαχειρίζονται τον κόσμο», αλλά αρκετά μεγάλο. Η σημασία του θέματος ήταν μεγάλη: το δικαίωμα να κυβερνήσει την πιο ισχυρή χώρα στον κόσμο και την αποτελεσματικότητα και την αξιοπιστία των διαδικασιών διαδοχής της. Το επίπεδο της ειλικρίνειας ήταν βαθύ. Ο ισχυρισμός δεν ήταν μόνο λάθος, αλλά διατυπώθηκε και με κακή πίστη, ανάμεσα σε αναξιόπιστες πηγές. Προκάλεσε όχι μόνο αποδεικτικά στοιχεία αλλά και λογική: Πώς θα μπορούσαν (και γιατί) να νοθευτούν οι εκλογές εναντίον ενός Ρεπουμπλικανικού προέδρου αλλά όχι εναντίον των Ρεπουμπλικάνων γερουσιαστών και εκπροσώπων; Ο Τραμπ έπρεπε να μιλήσει, παράλογα, για μια «στημένη εκλογή».
Η Αμερική δεν θα επιβιώσει από το μεγάλο ψέμα μόνο επειδή ο ψεύτης χάνει την εξουσία. Θα χρειαστεί μια προσεκτική αναπροσαρμογή των μέσων ενημέρωσης και δέσμευση ότι τα γεγονότα είναι δημόσια αγαθά. Ο ρατσισμός που είναι δομημένος σε κάθε πτυχή της απόπειρας πραξικοπήματος είναι μια έκκληση για να δούμε τη δική μας ιστορία. Η σοβαρή προσοχή στο παρελθόν μάς βοηθά να δούμε τους κινδύνους, αλλά επίσης προτείνει μελλοντικές δυνατότητες. Δεν μπορούμε να είμαστε δημοκρατικό πολίτευμα εάν λέμε ψέματα σχετικά με τη φυλή, μεγάλα ή μικρά. Η δημοκρατία δεν αφορά την ελαχιστοποίηση της σημασίας της ψήφου ούτε την παράβλεψή της, ούτε είναι παιχνίδι, ούτε διάλυση ενός συστήματος, αλλά η αποδοχή της ισότητας των άλλων, η στήριξη των φωνών τους και η καταμέτρηση των ψήφων τους.
Aπόδοση: Ελέγκω Μανουσάκη