Ο Γάλλος καθηγητής Γεωγραφίας και ειδικός ερευνητής στη διαχείριση καταστροφών και φυσικών κινδύνων, με αφορμή το βιβλίο του «Η Μεγάλη Γρίπη του 1918», φέρνει στο προσκήνιο τα διδάγματα που μπορούμε να αντλήσουμε από τη γνώση του παρελθόντος στη σημερινή εποχή της πανδημίας.
Ο δρ Φρεντί Βινέ (Freddy Vinet) είναι καθηγητής Γεωγραφίας στο Πανεπιστήμιο Paul-Valery Montpellier 3 στη Γαλλία. Ο ίδιος ειδικεύεται στη διδασκαλία και στην έρευνα των επιπτώσεων των φυσικών καταστροφών καθώς και στην πρόληψη αυτών. Δεν είναι τυχαίο ότι συνδιευθύνει το μεταπτυχιακό πρόγραμμα «Διαχείριση καταστροφών και φυσικών κινδύνων» και ειδικά πάνω στην αντιμετώπιση των πλημμυρών έχει εκδώσει και επιμεληθεί σημαντικά έργα.
Πριν από δύο χρόνια ωστόσο κυκλοφόρησε το τελευταίο έργο του με τίτλο «Η Μεγάλη Γρίπη του 1918». Τότε ακόμα δεν είχαμε καν ζητήματα πανδημίας και κορονοϊού.
Εξαιτίας των πρόσφατων συνθηκών το βιβλίο του έγινε ευρέως γνωστό και κυκλοφόρησε φέτος από τις εκδόσεις Μεταίχμιο σε μετάφραση Αριστέας Κομνηνέλλη.
Ο ίδιος μπορεί να μην πρόβλεψε μεν αυτή την εξέλιξη όταν έγραφε το βιβλίο, ωστόσο ως επιστήμονας δεν εξεπλάγη, ούτε φυσικά πιστεύει σε θεωρίες συνωμοσίας ή προφητικές συμπτώσεις: «Ενα από τα διδάγματα που μπορούμε να πάρουμε μελετώντας την Ιστορία είναι ότι οι καταστροφές πλήττουν τη στιγμή που δεν αναμένονται, αλλά και τις περιοχές που δεν τις αναμένουν» μας λέει.
«Η κοινωνία του 1918 εξεπλάγη από τη λοιμώδη νόσο της ισπανικής γρίπης. Και εμάς εξέπληξε η επιδημία Covid, ενώ υπήρχαν σενάρια πανδημίας που ωστόσο γνώριζαν μόνο λίγοι επιστήμονες. Είμαστε τυχεροί, καθώς, ακόμα κι αν εκπλαγούμε, μπορούμε προχωρήσουμε πολύ πιο γρήγορα σε μια φαρμακευτική αντιμετώπιση του ιού απ’ ό,τι στις αρχές του 20ού αιώνα. Πράγματι, χωρίς τις τρέχουσες ιατρικές μεθόδους, θα υπήρχαν τουλάχιστον διπλάσιοι θάνατοι. Το εμβόλιο κατά της γρίπης δεν υπήρχε το 1918, ενώ χρειάστηκε λιγότερο από έναν χρόνο για να ανακαλύψουν τα πρώτα εμβόλια κατά του κορονοϊού».
Η διαχείριση όμως μιας επιδημίας δεν είναι μόνο θέμα ιατρικής, αλλά και κοινωνικό ζήτημα τονίζει. «Πρέπει να σημειωθεί πρόοδος όσον αφορά την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης μεταξύ επιστημόνων, κυβερνήσεων/θεσμικών παραγόντων και πολιτών.
Είναι σαφές ότι οι χώρες που βρίσκονται σε εσωτερική σύγκρουση -όπου η κοινωνία είναι διχασμένη, π.χ. ΗΠΑ, Ηνωμένο Βασίλειο, Γαλλία, Βραζιλία κ.α.- αντιμετωπίζουν δυσκολίες στην αντιμετώπιση της πανδημίας, σε αντίθεση με τις χώρες όπου υπάρχει κοινωνική συνοχή, Αυστραλία ή Νέα Ζηλανδία, ή ακόμα και στην Κίνα κι ας είναι μια χώρα που ναι μεν δεν υπάρχει ελευθερία, αλλά υπάρχει κοινωνική συνοχή.
Οταν ο πολίτης εμπιστεύεται την κυβέρνησή του και αυτή δεν του λέει ψέματα και δεν παίζει μικροπολιτικά παιχνίδια με αφορμή την πανδημία, τότε ναι, υπάρχουν πολύ λιγότερες δυσκολίες στο να εφαρμοστούν τα μέτρα πρόληψης και προστασίας».
Ο ίδιος στο βιβλίο του σημειώνει πως και η Μεγάλη Γρίπη (γνωστή και ως Ισπανική, 1918-1919) είναι έως και σήμερα η πιο θανατηφόρα επιδημία από την εποχή της Μαύρης Πανώλης (1348), ωστόσο στις μέρες μας έχει απωθηθεί από τη συλλογική μνήμη. «Αυτό έχει να κάνει και με τη γενιά» εξηγεί. «Η Μεγάλη Γρίπη σκότωσε τους νέους ενήλικες, αλλά άφησε στο απυρόβλητο τους υψηλά ιστάμενους. Μπορεί ο Φρόιντ και ο Ανατόλ Φρανς να έχασαν τις κόρες τους, αλλά ελάχιστοι επιφανείς έχασαν οι ίδιοι τη ζωή τους.
Δηλαδή, η γενιά που επλήγη περισσότερο τότε ήταν μια γενιά υπό διαμόρφωση. Καταλαβαίνουμε λοιπόν πως η γενιά που έμεινε ζωντανή και γλίτωσε δεν ήταν πρόθυμη να φέρει στο φως την ολιγωρία και την ανεπάρκειά της απέναντι στην επιδημία».
Τα λόγια αυτά μόνο καμπανάκι κινδύνου μπορούν να σημάνουν. Ωστόσο ο ίδιος ο συγγραφέας επιμένει περισσότερο στο να θέτει ερωτήματα: «Εφόσον οι πανδημίες δεν θα σταματήσουν να αποτελούν απειλή για την ανθρωπότητα, ποια είναι τα διδάγματα που μπορούμε να αντλήσουμε από τη γνώση του παρελθόντος σε ακόμα μια εποχή πανδημίας;»
Επισημαίνει ωστόσο και την προτεραιότητα που πρέπει να δοθεί στο δημόσιο σύστημα υγείας και τις αντιπαραθέσεις σε σχέση με τα ιδιωτικά θεραπευτήρια, αλλά πολύ περισσότερο τη στάση των Αρχών και των κυβερνήσεων απέναντι σε όλα όσα συμβαίνουν.
Η κουβέντα μας φτάνει μέχρι τον γνωστό Αμερικανό γιατρό Αντονι Φάουτσι, που την περασμένη άνοιξη είχε δηλώσει πως ένας εγκλεισμός εκ νέου το φθινόπωρο θα είναι απόρροια πολιτικής ανικανότητας και λάθος χειρισμών: «Το να πάρει μια κυβέρνηση λανθασμένες αποφάσεις, μπορείς να το πεις και ανθρώπινο μόνο στην περίπτωση που είναι απολύτως ειλικρινής με τους πολίτες της χώρας της. Οταν όμως οι κυβερνητικές αποφάσεις βασίζονται σε παιχνίδια διαπλοκής, εξουσίας και διαφθοράς και όχι σε πραγματικά γεγονότα, τότε μπορεί κάλλιστα να τις κατηγορήσει κανείς και για τα όποια επακόλουθα» απαντά ο Φρ. Βινέ.
Όσο για την πανδημία του κορονοϊού αυτή καθαυτή, εξηγεί πως «δεν είμαι ιολόγος, αλλά πάντα θα υπάρχει η εμφάνιση νέων παθογενειών. Ακριβώς γιατί αυτή είναι άμεσα συνδεδεμένη με τη σχέση ανθρώπου και φύσης. Δεν ξέρουμε πότε θα εμφανιστούν νέοι ιοί, αλλά ξέρουμε ότι θα εμφανιστούν. Είναι αναπόφευκτο. Και δεν έχει να κάνει μόνο με τις μεταλλάξεις του ίδιου του ιού, αλλά συνδέεται επίσης με τον πολλαπλασιασμό των επαφών της ανθρωπότητας με το “παρθένο οικοσύστημα” όπως είναι το δάσος του Αμαζονίου.
Αν οι άνθρωποι περάσουν σε ανεξερεύνητα οικοσυστήματα, θα συναντήσουν νέες παθογένειες. Η καταστροφή του δάσους του Αμαζονίου μπορεί να αποτελέσει πηγή κινδύνου και γι’ αυτόν τον λόγο πρέπει να σταματήσει.
Ταυτόχρονα πρέπει να διατηρήσουμε τη μνήμη της τρέχουσας πανδημίας (όχι όπως έγινε με τη Μεγάλη Γρίπη) και φυσικά να θυμόμαστε πάντα πως η διαφθορά (πολιτική και κοινωνική) και η εκτροπή του πλούτου είναι ένα από τα μονοπάτια που οδηγούν στην υπανάπτυξη – με ό,τι αυτό σημαίνει και για περιόδους πανδημίας όπως η σημερινή».
Πηγή: efsyn.gr