Του Ναπολέοντα Ξιφαρά
Σερφάροντας χτες στο φβ διάβασα την ανάρτηση παλιού φίλου συμφοιτητή, εκπαιδευτικού δευτεροβάθμιας και τα σχόλια των «φίλων» του στο διαδίκτυο, σχετικά με την αξιολόγηση των εκπαιδευτικών. Σχεδόν όλοι υποστήριζαν τη συμμετοχή σε αυτήν και περίπου θεωρούσαν υπεκφυγή τον σκεπτικισμό και την ανησυχία πολλών απέναντί της. Κάποιος σχολίασε πως η άρνηση συνιστά αντιεκπαιδευτική στάση, ενώ άλλος, ελεύθερος επαγγελματίας, σημείωσε πως όλοι (πρέπει να) αξιολογούνται. Μάλιστα, ακόμα και οι μαθητές του συμφοιτητή μου του είπαν ότι κρίνουν δίκαιο να αξιολογείται ο καθηγητής που τους αξιολογεί.
Μου έκαναν εντύπωση οι απόψεις αυτές. Φαίνεται ότι πολλοί εκπαιδευτικοί δεν συμμερίζονται την ανησυχία άλλων. Εκτιμούν, άραγε, ότι ο κίνδυνος μιας άδικης αξιολόγησης είναι μικρός και ότι αυτή δεν θα έχει συνέπειες, ή ότι η αξιολόγηση που προβλέπεται μπορεί πράγματι να ωφελήσει εκπαιδευτικούς και μαθητές; Ή μήπως απλά θεωρούν πως πρέπει να φαίνεται ότι γίνεται αξιολόγηση για να μην αντιδρούν – αγανακτούν πολίτες σαν τον παραπάνω ελεύθερο επαγγελματία; Ή κάτι άλλο;
Θα ήθελα να καταθέσω την άποψή μου και μάλιστα με μια ματιά ιστορικού. Η μονιμότητα στο δημόσιο είναι «παιδί» της Γαλλικής Επανάστασης και συνδέεται με την ιδιότητα του δημοσίου υπαλλήλου ως όργανου και υπηρέτη του Λαού. Στην Ελλάδα θεσπίστηκε το 1911, επί πρωθυπουργίας Ελευθέριου Βενιζέλου, ως μέτρο ενάντια στη συνηθισμένη τότε πρακτική να απολύονται και να προσλαμβάνονται υπάλληλοι κάθε φορά που άλλαζε η κυβέρνηση.
Αργότερα, ο διορισμός στο Δημόσιο συνδέθηκε με μια άλλη βαθιά πολιτική αντίληψη και πρακτική: της συντήρησης και διαιώνισης της ισχύος και επιβολής ενός μηχανισμού εξουσίας στην κοινωνία. Πρόκειται για το περίφημο «Κράτος της Δεξιάς», που με το Πιστοποιητικό Κοινωνικών Φρονημάτων απέκλεισε τα «αντιδραστικά», «αντικοινωνικά» στοιχεία, δηλαδή όχι μόνο τους Κομμουνιστές, αλλά ουσιαστικά συλλήβδην τους δημοκράτες, από πιθανή μελλοντική κοινωνική τους ανέλιξη, αλλά και από την επαγγελματική εκείνη σχέση με τους πολίτες που μπορεί να δημιουργήσει στενότερη επαφή, ακόμα και εξάρτηση. Η εξουσία της εποχής προτιμούσε ένα αναποτελεσματικό κράτος, κάποτε αδιάφορο ή και εχθρικό προς τους πολίτες, από την είσοδο σε μηχανισμούς πολιτικών της αντιπάλων. Τότε, «ο μπάρμπας στην Κορώνη» είχε μεγαλύτερη σημασία (απόλυτη, μάλλον) από την όποια αξία.
Η απενεχοποίηση του ρουσφετιού
Μήπως όμως και στα σύγχρονα χρόνια δεν γίνεται το ίδιο; Μεγαλώσαμε θεωρώντας το αλισβερίσι μεταξύ πολιτικών και πολιτών ως αναγκαίο κακό, αν όχι τον μόνο τρόπο, πιθανώς τον σίγουρο, για να πετύχεις οτιδήποτε στη σχέση σου με το Δημόσιο (και όχι μόνο). Το «ρουσφέτι» και το «μέσο», όπως επικράτησε να αναφέρουμε αυτού του τύπου την ανήθικη συναλλαγή, έγινε η απόλυτη ανάγκη του νεοέλληνα. Μάλιστα, απενοχοποιήθηκε σε μεγάλο βαθμό, καθώς θεωρήθηκε κοινός τόπος, μια κανονική και καθολική σχέση και συμπεριφορά. Κι επειδή η εξουσία διαφθείρει (αν δεν είναι σύμφυτες έννοιες), ακόμα και όταν «η επάρατη Δεξιά» έχασε την πρωτοκαθεδρία στο πολιτικό σύστημα, η εγγραφή σε κλαδική (οργάνωση) του ΠΑΣΟΚ συνέχισε να ανοίγει πόρτες και «παράθυρα» επίτευξης στόχων.
Πολύ πρόσφατα, με τον προσωρινό κλονισμό του πολιτικού συστήματος εξαιτίας της οικονομικής κατάρρευσης, της πολυεπίπεδης κρίσης στην οποία εισήλθε η κοινωνία με τα μνημόνια και την οικονομική και πολιτική υποδούλωση της χώρας, η αγωνία, το άγχος, ο φόβος, η ανασφάλεια των εργαζόμενων επανήλθαν στο προσκήνιο, καθώς θεσπίστηκαν η διαθεσιμότητα, το προσυνταξιοδοτικό καθεστώς, η απόλυση ολόκληρων ομάδων και συνόλων εργαζόμενων χωρίς κριτήρια – οριζόντια. Είτε επρόκειτο για δημοσιογράφους και τεχνικούς της ΕΡΤ, είτε για δημοτικούς αστυνομικούς, είτε για εκπαιδευτικούς των Επαγγελματικών Σχολών και ορισμένων ειδικοτήτων των Επαγγελματικών Λυκείων, η ανεργία και η ανέχεια επέστρεψαν ως καθημερινή πραγματικότητα (η οποία αφορούσε περισσότερους από 1,5 εκατομμύριο πολίτες και ως ενδεχόμενο και προοπτική πολλαπλάσιους). Το ενδιαφέρον είναι ότι υπουργός Διοικητικής «Μεταρρύθμισης» τότε (2013) στην «κυβέρνηση των Σαμαροβενιζέλων», αυτός που υπέγραφε τις απολύσεις, ήταν ο σημερινός πρωθυπουργός.
Ο «εξορθολογισμός» της διοίκησης
Και η μεταρρύθμιση που επιβλήθηκε υπήρξε βαθιά, βίαιη και οδυνηρή για τη συντριπτική πλειονότητα της κοινωνίας. Μεταξύ των άλλων, υποτίθεται ότι ευαγγελιζόταν τον εξορθολογισμό της Διοίκησης με στόχο την αποτελεσματικότητα και την ταχύτητα στη διευθέτηση των υποθέσεων των πολιτών κι επίσης προέβλεπε, όχι τυχαία, την αξιολόγηση. Μάλιστα, σε περίπτωση κακής βαθμολόγησης του Δημοσίου Υπαλλήλου δεν οδηγούσε σε επιμόρφωση, αλλά σε διαθεσιμότητα και απόλυση. Και γιατί όχι; Αφού ούτε και τότε ήταν στόχος η αποτελεσματικότητα – στον τομέα της εκπαίδευσης, η αναβάθμισή της. (Με τρόπο προκλητικό, ο τότε Υπουργός Παιδείας εγκαινίασε κατευθύνσεις ιδιωτικού ΙΕΚ αντίστοιχες των ειδικοτήτων των ΕΠΑΛ που κατάργησε την προηγούμενη μέρα.)
Σε περίπτωση κακής βαθμολόγησης του Δημοσίου Υπαλλήλου
δεν οδηγούσε σε επιμόρφωση,
αλλά σε διαθεσιμότητα και απόλυση.
Και γιατί όχι; Αφού ούτε και τότε ήταν στόχος η αποτελεσματικότητα.
Όπως δεν ήταν ούτε το 1995, όταν ο υπουργός Παιδείας Αρσένης καταργούσε την επετηρίδα των εκπαιδευτικών και εισήγαγε τον διαγωνισμό ώστε να επιλέγονται «οι καλύτεροι» και παράλληλα, ο πρωθυπουργός Σημίτης δήλωνε πως οι νέοι πρέπει να μάθουν να είναι «απασχολήσιμοι», δηλαδή έτοιμοι να αλλάζουν εργασία σε οποιοδήποτε αντικείμενο. Όπως δεν είναι ποτέ για το σύγχρονο ελληνικό κράτος. Και πώς να είναι; Λείπουν τα στοιχειώδη: για παράδειγμα, οι σπουδές στα πανεπιστήμια, σε σχολές που συνδέονται με τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση (Φιλοσοφικές, Φυσικομαθηματικές κ.ά.), δε στοχεύουν στην παραγωγή καθηγητών (φιλολόγων, μαθηματικών, φυσικών κ.ά.), αλλά προσανατολίζουν τους φοιτητές στην έρευνα, τη γνώση, την επιστήμη. Όχι στην εκπαίδευση. Και μετά τον διορισμό, έπειτα από χρόνια (δεκαετίες;) ομηρίας των αναπληρωτών, η προσπάθεια της Πολιτείας να ενημερώσει τους εκπαιδευτικούς σε σχέση με τις νέες μεθόδους διδασκαλίας και τη νέα γνώση, να τους επιμορφώσει, είναι μηδενική. Για να μην αναφερθούμε στα σχολεία, με τις αίθουσες προκάτ και τις τάξεις σε λεβητοστάσια ή κυλικεία, ή στο περιεχόμενο της εκπαίδευσης, στο εποπτικό υλικό και τόσα άλλα.
Η αξιολόγηση της σχολικής μονάδας
Άφησα για το τέλος την αξιολόγηση της σχολικής μονάδας, η οποία, σε συνδυασμό με την παραδοσιακή υποχρηματοδότηση της Παιδείας και την εμμονή στη νεοφιλελεύθερη αντίληψη της σύνδεσης του μισθού με την απόδοση του εργαζόμενου, θα οδηγήσει τα σχολεία σε ανταγωνισμό μεταξύ τους για την εξεύρεση κονδυλίων και χορηγών μέσω των οποίων θα καλύπτουν τις οικονομικές ανάγκες της λειτουργίας τους. Η δήλωση του σημερινού πρωθυπουργού σχετικά με τον νέο από το Περιστέρι (όχι από την Κηφισιά, βέβαια), που δεν θα μπει στο Πανεπιστήμιο αλλά θα γίνει ψυκτικός ή τεχνικός ανελκυστήρων δεν είναι τυχαία, ούτε άσχετη. Υποθέτω, πως αν ο παλιός μου φίλος, εκπαιδευτικός, την αναλύσει στους μαθητές του, ή, ακόμα καλύτερα την σκεφτεί ο ίδιος (οι μαθητές του μάλλον έχουν καταλάβει!), θα αντιληφθεί το διακύβευμα αυτής της απεργίας από μια τέτοια μορφή αξιολόγησης. Και τώρα και πριν οχτώ χρόνια η διαπλεκόμενη οικονομικοπολιτική ελίτ επιχειρεί να επιβάλει την πιο ακραία αντιδραστική ταξική αντίληψη και πρακτική του νεοφιλελευθερισμού: αυτή που δεν διστάζει να οδηγεί τους ανθρώπους στο περιθώριο και την εξαθλίωση, που αδιαφορεί για τη νεολαία, που χειραγωγεί την εκπαίδευση και τον εκπαιδευτικό, που θέλει τον πολίτη υπήκοο και υπάκουο ανειδίκευτο εργάτη χωρίς δικαιώματα.
Και τώρα και πριν οχτώ χρόνια
η διαπλεκόμενη οικονομικοπολιτική ελίτ
επιχειρεί να επιβάλει την πιο ακραία αντιδραστική
ταξική αντίληψη και πρακτική του νεοφιλελευθερισμού:
αυτή που δεν διστάζει να οδηγεί
τους ανθρώπους στο περιθώριο και την εξαθλίωση.