Του Νίκου Γιαννόπουλου
H ανάδυση του Κυριάκου Μητσοτάκη σε πολιτικό πρώτης γραμμής, ικανό να διεκδικήσει την Πρωθυπουργία (κάτι που εν τέλει έκανε επιτυχημένα) στηρίχθηκε σχεδόν εξ’ αρχής σε ομάδα ανθρώπων που εδρεύουν στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού.
Μην πάει το μυαλό σας στο πονηρό, ούτε στο… «Κολάμπια» και το Χάρβαρντ όπου ο σημερινός Πρωθυπουργός σπούδασε. Απλά, εκμεταλλευόμενος τις επαφές του στις ΗΠΑ, ο Μητσοτάκης προσέλαβε για την επικοινωνιακή του στήριξη μία αμερικανική ομάδα που είχε το εξής δύσκολο έργο: Να καταστήσει τον εν λόγω πολιτικό συμπαθή στις μάζες και να του προσδώσει χαρακτηριστικά ηγέτη.
Δεν επρόκειτο για μία απλή προσπάθεια. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης, παρά τις λαμπρές σπουδές του και το πολύ βαρύ οικογενειακό όνομα, ούτε πολιτικό εκτόπισμα διέθετε ούτε μεγάλη επαφή με την κοινωνία (αν και Μητσοτάκης). Η οικογένεια, δε, είχε εναποθέσει τις ελπίδες της για τη μεγάλη επιστροφή στο Μαξίμου στην Ντόρα Μπακογιάννη.
Το ρετουσάρισμα υπήρξε, θα πρέπει να παραδεχθούμε, εντυπωσιακό. Με την εξασφαλισμενη βοήθεια των «πρόθυμων» ΜΜΕ (στα οποία συμπεριλαμβάνεται η συντριπτική πλειοψηφία των τηλεοπτικών σταθμών πανελλαδικής εμβέλειας), σε πολύ λίγους μήνες ο νυν Πρωθυπουργός έχτισε προφίλ μετριοπαθούς πολιτικού που έχει ως απόλυτη προτεραιότητα την ανακούφιση της μεσαίας τάξης και της ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας.
Επειδή, όμως, ο Μητσοτάκης ως πολιτικό προϊόν είναι κάτω του μετρίου, όλα αυτά τα χρόνια οι ιστορικές γκάφες δεν έλειψαν. Επίσης, δεν έλειψε, ιδιαίτερα μετά την ανάληψη της Πρωθυπουργίας μία τάση να υπερτονίζεται, μέχρι τελικής πτώσης, η επικοινωνία και να αγνοείται ή και να αποκρύπτεται η ουσία. Λογικό, αφού η επικοινωνιακή ομάδα ανέλαβε το δύσκολο έργο να «γυαλίσει» το προϊόν, όχι να το (ξανα)φτιάξει από την αρχή. Οι επικοινωνιολόγοι, ακόμη και οι κορυφαίοι του είδους τους, είναι αδύνατον να οπλίσουν με σοβαρά πολιτικά επιχειρήματα και ενσυναίσθηση τον εκλεκτό τους. Δεν πληρώνονται, άλλωστε, γι’ αυτό.
Οι πολλές, είναι η αλήθεια, κρίσεις που έχει χειριστεί στη μέχρι σήμερα Πρωθυπουργική θητεία του ο καταγόμενος από τα Χανιά πολιτικός τού έδωσαν την ευκαιρία να προτάσσει το επικοινωνιακό. Παρουσιάστηκε, ουκ ολίγες φορές, ως ο στοργικός Πρωθυπουργός που αγκαλιάζει όλους τους πολίτες, ως ο ηγέτης που μπορεί να οδηγήσει με ασφάλεια το όχημα της χώρας έξω από την υγειονομική, κυρίως, κρίση.
Σιγά-σιγά όμως, και υπό το βάρος της κρισιμότητας των καταστάσεων, οι επικοινωνιακές πινελιές δεν αρκούσαν για να καταστήσουν, έστω προσιτό, τον κακοσχεδιασμένο πίνακα. Όταν, δε, ο Πρωθυπουργός χρειαζόταν να μιλήσει εκτός κειμένου και χωρίς να έχει συμβουλευτεί τους πολλούς «επικοινωνιακούς» προστάτες του, τα μαργαριτάρια διαδέχονταν το ένα το άλλο. Με άλλα λόγια, ο βασιλιάς έχανε τα ρούχα του ένα-ένα, μέχρι που κατέστη εντελώς γυμνός!
Τι μένει σ’ έναν γυμνό βασιλιά; Μα τι άλλο από τη μίμηση συναδέλφων του. Έτσι λοιπόν, ο Πρωθυπουργός χθες Τετάρτη, εμφανίστηκε επιμελώς ατημέλητος (αξύριστος, με μπλουζάκι) για να μας πείσει (λες και χρειαζόταν) ότι τηρεί πράγματι την καραντίνα του, η οποία τον έχει εμφανώς ταλαιπωρήσει. Παρόλα αυτά, ο ίδιος, άοκνος υπηρέτης των λαϊκών συμφερόντων, δεν το βάζει κάτω και βγαίνει να μιλήσει δημοσίως στους «συμπολίτες του», έστω και σ’ αυτήν την κατάσταση. Ένας μικρός… Μακρόν ή ένας Ζελένσκι δίχως πόλεμο δηλαδή…
Φαίνεται ότι οι άνθρωποι που φιλοτεχνούν επικοινωνιακά το προφίλ του Πρωθυπουργού ξέμειναν από ιδέες. Πόσους λαγούς να βγάλουν πια από το καπέλο τους, πόσα μαγικά να κάνουν, πόσο να εξωραΐσουν τη θλιβερή πραγματικότητα του ειδώλου που έχουν να διαχειριστούν; Η επικοινωνία, διαπιστώνουμε έντρομοι, καταντεί ύβρις και τυραννία όταν δεν συνοδεύεται από ένα στοιχειώδες πολιτικό περιεχόμενο. Ύβρις για εμάς τους «συμπολίτες», τυραννία για το ίδιο το υποκείμενο που η «αυλή» του δεν του επιτρέπει να συνειδητοποιήσει ποιος πραγματικά είναι και τον εξευτελίζει σε ζωντανή μετάδοση.