Της Σαμάνθα Νιλ
Όσοι γνωρίζουν την υπογράφουσα, γνωρίζουν ότι ήταν δασκάλα στο Ηνωμένο Βασίλειο. Οι καθηγητές του Ηνωμένου Βασιλείου είναι πλέον τόσο υπερβολικά επιβαρυμένοι με τη χαρτούρα και τη γραφειοκρατία, ώστε πολλοί να φτάνουν στο σημείο να εγκαταλείπουν το επάγγελμα λόγω του άγχους των στόχων επίδοσης. Μέχρι την ώρα που η κ. Θάτσερ βγήκε στην εξουσία, στο Ηνωμένο Βασίλειο υπήρχε ατμόσφαιρα κατά των συνδικάτων γενικά και η κοινή γνώμη ήταν αρνητική απέναντι στους δασκάλους. Ένα κλίμα που βλέπουμε κατ’ αναλογία στην Ελλάδα σήμερα. Ως αποτέλεσμα του κλίματος αυτού, ήταν εύκολο να εισαχθεί η εκπαιδευτική μεταρρυθμιστική πράξη του 1988. Αυτό έφερε τα κρατικά σχολεία σε ευθυγράμμιση με τον ιδιωτικό τομέα, επειδή η ιδέα του ανταγωνισμού και των γονέων ως πελατών εισήχθη επίσημα.
Υπήρχε ένα νέο τυποποιημένο πρόγραμμα σπουδών με το οποίο θα μπορούσαν να παραχθούν και να δημοσιευθούν πίνακες ενός ιδιότυπου εκπαιδευτικού πρωταθλητισμού.
Υπήρχε ένας νέος φορέας επιθεώρησης που σκοπός του ήταν να καθορίσει ποια σχολεία υπολειτουργούσαν και είτε να τα κλείσουν είτε να τους επιβάλουν αναγκαστικά νέα διεύθυνση και άλλη διαχείριση.
Οι γονείς έγιναν πελάτες και τους δόθηκε η επιλογή να διαλέξουν σε ποιο σχολείο θα φοιτήσουν τα παιδιά τους.
Τα χρήματα διατέθηκαν -και εξακολουθούν να διατίθενται όσο μπορώ να γνωρίζω- σύμφωνα με τους αριθμούς των μαθητών.
Τα σωματεία σταδιακά διαβρώθηκαν.
Μερικοί αναγνώστες ίσως να βρουν τα παραπάνω «απολύτως σωστά, απολύτως λογικά».
Ας δούμε όμως πρώτα τα αποτελέσματα και μετά ας αποφασίσουμε τι είδους εκπαιδευτικό σύστημα θέλουμε για τα παιδιά μας στην Ελλάδα.
Το τυποποιημένο πρόγραμμα σπουδών και αποτελεσμάτων που εφαρμόζει η OFSTED (οργανισμός αντίστοιχος του ΙΕΠ, που καθορίζει τα επίπεδα και επιβλέπει τον ανταγωνισμό) έχει οδηγήσει σε περισσότερες δοκιμασίες και τεστ, περισσότερη διδασκαλία επικεντρωμένη στις εξετάσεις, περισσότερο άγχος τόσο για τους μαθητές όσο και για τους εκπαιδευτικούς και αντίστοιχη μείωση της διδασκαλίας των δημιουργικών αντικειμένων. Δεν υπάρχουν στοιχεία, από όσο γνωρίζω, που να προτείνουν ότι προσαρμοσμένη στις εξετάσεις διδασκαλία, ανεβάζει την ποιότητά της.
Αυτές οι συνεχείς εξεταστικές δοκιμασίες και βαθμολογήσεις τόσο των μαθητών όσο και των δασκάλων έχουν οδηγήσει σε μια κουλτούρα φόβου στην οποία κανείς δεν είναι τόσο παραγωγικός όσο θα μπορούσε να είναι σε μια κουλτούρα μάθησης. Οι δάσκαλοι έχουν τα χέρια τους δεμένα σχετικά με το περιεχόμενο της διδασκαλίας τους που περιορίζει την αυτονομία τους, τη δημιουργικότητα τους και ως εκ τούτου το κίνητρό τους και κυρίως την ικανότητα τους να τροποποιούν το υλικό ανάλογα με τα παιδιά που έχουν μπροστά τους. Το άγχος και ο φόβος που δημιουργείται από τον σύνδεσμο μεταξύ των μαθητικών εξετάσεων και της ασφάλειας εργασίας των δασκάλων είναι αντιπαραγωγικό.
Έχει οδηγήσει σε μεγαλύτερο γονικό άγχος και περισσότερα επιπλέον χρήματα από τον οικογενειακό προϋπολογισμό που ξοδεύονται στην εκπαίδευση. Όταν όμως ξοδεύονται οικογενειακά χρήματα για την εκπαίδευση και οι γονείς εμπλέκονται και αγωνιούν υπερβολικά, κινδυνεύει η ψυχική υγεία και ισορροπία της ίδιας της οικογένειας.
Όταν τα μεσαία και ανώτερα στρώματα κλήθηκαν να συμπεριφερθούν ως καταναλωτές είχαν το απαραίτητο οικονομικό και πολιτιστικό κεφάλαιο για να επιβάλουν τις επιλογές τους. Αυτό έχει οδηγήσει σε ακόμη μεγαλύτερη ανισότητα στην εκπαίδευση. Ακόμη και τα σπίτια τώρα πια είναι πιο ακριβά κοντά στα θεωρούμενα «καλά» σχολεία. Τα «καλά» σχολεία έχοντας ικανοποιητική ζήτηση για εγγραφές νέων μαθητών επέβαλαν και διαμόρφωσαν κριτήρια πρόσβασης που να ανταποκρίνονται στις επιθυμίες τους για δυνητικά «καλούς» μαθητές που να είναι πιθανότερο να πάρουν καλούς βαθμούς. Δεν ενδιαφέρθηκαν να δημιουργήσουν σχολεία που αντιπροσωπευτικά ολόκληρης της κοινωνίας και από η διαδικασία επιλογής. Στο άλλο άκρο αυτό βρέθηκαν σχολεία που απειλούνται με εγκατάλειψη και κλείσιμο.
Πολλά παιδιά με κλίση και ταλέντο σε άλλα από τα συχνά εξεταζόμενα μαθήματα συχνά στιγματίζονται ως «αποτυχημένα» αρκετά νωρίς στις σχολικές τους καριέρες, η οποία (σε αντίθεση με όσα «συμβαίνουν» στις αμερικάνικες ταινίες όπου το αουτσάιντερ τελικά τα καταφέρνει και μεγαλουργεί) πιθανόν να τους ακολουθήσει για μια ζωή.
Οι τρέχουσες προτάσεις για εκπαιδευτική μεταρρύθμιση στην Ελλάδα έχουν κάποιες σοβαρές ομοιότητες με όσα συνέβησαν στο Ηνωμένο Βασίλειο στις δεκαετίες του ‘80 και του ’90.
Αν η υπογράφουσα υπηρετούσε τώρα στην ελληνική δημόσια εκπαίδευση, (τώρα είναι στον ιδιωτικό τομέα, όχι από επιλογή) θα ανησυχούσε ότι τα πρώτα βήματα που τώρα εισάγονται θα μπορούσαν να ανοίξουν τον δρόμο για ένα σύστημα που δεν εκπροσωπεί αυτή τη χώρα, την ιστορία και τον πολιτισμό της. Αυτό που εισάγεται τώρα είναι, όπως λέγεται στο Ηνωμένο Βασίλειο «η λεπτή άκρη της σφήνας» ή όπως λέγεται στην Ελλάδα «η κλωστή που ξετυλίγει το κουβάρι». «Δώστε μια σπιθαμή και θα πάρουν ένα μίλι». Η αξιολόγηση των δασκάλων δεν συνίσταται σε συμπλήρωση στατιστικών, συλλογή πιστοποιήσεων και επίτευξη δεικτών. Η ποσοτικοποίηση και το κυνήγι των προτύπων δεν ξεχωρίζουν κάποια σχολεία ειδικής αγωγής και ουσιαστικά ιδιωτικοποιούν τη δημόσια εκπαίδευση. Η αξιολόγηση των δασκάλων πρέπει να είναι δημιουργική, παραγωγική και δίκαιη. Τα πρότυπα βελτιώνονται όταν η σχολική κουλτούρα βελτιώνεται όχι όταν επιδεινώνεται.
Πρέπει να υπάρξει περισσότερη συζήτηση για το θέμα. Τα ΜΜΕ πρέπει να αναγκαστούν να διερευνήσουν αντί να αναπαράγουν και να αντιγράφουν. Πρέπει να γίνει αγώνας -όχι μια ποδοσφαιρικού τύπου αντιπαράθεση δεξιάς και αριστεράς- αλλά μακροπρόθεσμο σχέδιο με συνεισφορές από εκείνους που πραγματικά δουλεύουν στο σχολείο και όχι μόνο διατάγματα από ιδιωτικά σπουδαγμένους, «μονωμένους» κοινωνικά χειριστές της εξουσίας.